Στην εξωτερική πολιτική οι διαπροσωπικές σχέσεις μετράνε. Όχι, όμως, όσο τα συμφέροντα της κάθε δύναμης και η αντίληψη για το πόσο εξυπηρετεί μία άλλη χώρα τα σχέδιά της. Με αυτό κατά νου μπορούμε να προσεγγίσουμε τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Αθήνα και την Άγκυρα στην εποχή του Ντόναλντ Τραμπ.
Αν κάτι μας έμαθε η πρώτη θητεία του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η θητεία Μπάιντεν είναι πως ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία δικαιολογείται να ποντάρουν σε υποτιθέμενες «φιλίες». Οι ΗΠΑ θέλουν ήρεμα νερά στην Ανατολική Μεσόγειο και θεωρούν καθοριστικής σημασίας τον ρόλο της Άγκυρας – όσο και εάν αναγνωρίζουν ότι αυτή επιλέγει συχνά εκείνον του «ταραχοποιού». Βλέπουν επίσης τη δική μας χώρα ως έναν πυλώνα σταθερότητας, έναν αξιόπιστο σύμμαχο.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει μία συγκεκριμένη γραφειοκρατία που – ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο – δεν ξεφεύγει από συγκεκριμένες γραμμές και πλαίσια. Στις ανακοινώσεις του καταδικάζονται οι όποιες επιθετικές ενέργειες από την τουρκική πλευρά, αλλά και επισημαίνεται η ανάγκη για «επίλυση των διαφορών των δύο πλευρών με διάλογο». Δεν γίνεται σχεδόν ποτέ αναφορά στις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου μας από τουρκικά μαχητικά. Μάλιστα το 2020 σε μία σοκαριστική για την ελληνική πλευρά έκθεση, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έλεγε προς το Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ «δεν συμμερίζονται» τις θέσεις μας για τον εναέριο χώρο και τον αναγνωρίζουν έως τα 6 μίλια. Για αυτό και δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τις τουρκικές παραβιάσεις.
Η (μάλλον απογοητευτική) θητεία Μπάιντεν
Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Τζο Μπάιντεν, πολλοί στην Ελλάδα υποστήριξαν ότι θα έχουμε «έναν φίλο» στο πλευρό μας, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Θυμούνταν ίσως τη θητεία του ως γερουσιαστή, τότε που πράγματι οι παρεμβάσεις του ήταν υπέρ της Αθήνας. Ήταν άριστος γνώστης άλλωστε των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής και της περιοχής μας. Αλλά αυτόν τον φίλο πρέπει να πούμε ότι δεν τον είδαμε. Αν και στη θερμή συνάντηση που είχε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, θύμισε ότι η ελληνοαμερικανική κοινότητα του έχει δώσει το παρατσούκλι «Μπαϊντενόπουλος», ήταν εκείνος που μπήκε στη διαδικασία να κάνει παζάρι με τον Ερντογάν για επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 και για αναβάθμιση των τουρκικών F-16.
Επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη και Μπάιντεν υπεγράφη πάντως η νέα αμυντική συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ. Έχει πενταετή ισχύ και με αυτή προστίθενται τέσσερις νέες εγκαταστάσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων εντός των οποίων επιτρέπεται στις ΗΠΑ να διατηρούν και να λειτουργούν «στρατιωτικές και βοηθητικές ευκολίες». Πρόκειται για το Στρατόπεδο Γεωργούλα στον Βόλο, το Πεδίο Βολής Λιτόχωρου, το Στρατόπεδο Γιαννούλη στην Αλεξανδρούπολη και τη Ναυτική Βάση Σούδας.
Πέραν αυτού δεν μπορούμε να πούμε ότι είδαμε κάποια συγκεκριμένα «κέρδη» για την Ελλάδα ή κάποια διάθεση για πιο σκληρή στάση απέναντι στην Τουρκία. Είναι εντυπωσιακό πώς ενώ ο Ερντογάν ερχόταν ολοένα και πιο κοντά με τον Πούτιν ή δεν δίσταζε να εκθειάζει τη Χαμάς, ούτε το ΝΑΤΟ ούτε η Ουάσιγκτον έδειχναν διατεθειμένοι να «τραβήξουν το αυτί».
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι χαμένες προσδοκίες για Μάικ Πομπέο
Θα πρέπει να πούμε ότι πολύ κοντά στην υπογραφή αμυντικής συμφωνίας είχε φτάσει και η χώρα μας όταν πρωθυπουργός ήταν εδώ ο Αλέξης Τσίπρας και πρόεδρος στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ. Το ότι αυτή δεν ήρθε είχε να κάνει περισσότερο με τη διστακτικότητα της ελληνικής πλευράς και τους φόβους Τσίπρα για το πώς θα αντιδράσει η λεγόμενη «αριστερή πτέρυγα» της κυβέρνησης και λιγότερο με τις όποιες επιφυλάξεις από την αμερικανική πλευρά.
Προς τα τέλη της θητείας Τραμπ είχαμε κλιμάκωση των ελληνοτουρκικών εντάσεων, με την κρίση στον Έβρο, αλλά και εκείνη με το Ορούτς Ρέις.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, είχε ταξιδέψει εκείνη την εποχή έως τη Σούδα, όπου και έγινε δεκτός από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Ήταν μία επίσκεψη που δεν ακολουθήθηκε από τη συνήθη (για λόγους ισορροπιών) μετάβαση του Αμερικανού ΥΠΕΞ στην Τουρκία. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο έστειλε ισχυρά μηνύματα.
Το Μαξίμου ήλπιζε ότι θα έχει και πάλι πρόσβαση στον Λευκό Οίκο μέσω του Μάικ Πομπέο, τον οποίο διεθνή μέσα ήθελαν να αναλαμβάνει το υπουργείο Άμυνας. Μάλιστα πολύ πρόσφατα ο Πομπέο συναντήθηκε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε εστιατόριο των Αθηνών, γεγονός που είχε ενισχύσει τις προσδοκίες για έναν σημαντικό συνομιλητή σε μία νέα διακυβέρνηση Τραμπ. Τελικά ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκαθάρισε πως ο Μάικ Πομπέο δεν θα έχει ρόλο στη νέα του κυβέρνηση.
Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως επί Μπάιντεν η Αθήνα είχε περισσότερα κανάλια επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο από ό,τι φαίνεται να έχει σήμερα. Αλλά δεν μπορεί να πει κανείς ότι αυτά αξιοποιήθηκαν κατά τρόπο που να φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η ελληνοαμερικανική κοινότητα
Η Αθήνα ποντάρει βεβαίως και στο ελληνοαμερικανικό λόμπι με τον Έντι Ζεμενίδη και όχι μόνο. Να σημειωθεί ότι η ελληνοαμερικανική κοινότητα έχει τρεις εκλεγμένους βουλευτές με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων: Γκας Μπιλιράκη, Νικόλ Μαλλιωτάκη και Μάικ Χαριδόπουλο. Και οι τρεις έχουν αναδείξει στο Κογκρέσο τις ελληνικές θέσεις.
Να σημειωθεί ότι παρόλο που δεν θα δούμε τον Πομπέο στην κυβέρνηση, ίσως δούμε τον Ρίτσαρντ Γκρένελ στη θέση είτε του υπουργού Εξωτερικών είτε του συμβούλου ασφαλείας του Τραμπ. Ο Γκρένελ συμμετείχε τον τελευταίο μήνα σε δύο εκδηλώσεις που οργάνωσε ο Χρήστος Μαραφάτσος (συνπρόεδρος της οργάνωσης Greeks for Trump) σε συνεργασία με τους Μπιλιράκη και Μαλλιωτάκη.
Μιλώντας προ ημερών στο Open o Χρήστος Μαραφάτσος, υποστήριξε για τον Τραμπ πως «έχει μία καλή σχέση με τον Ταγίπ Ερντογάν και μία ακόμη καλύτερη σχέση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Δεν εξήγησε πάντως περισσότερα.
Τα (όχι απολύτως δικαιολογημένα) τουρκικά χαμόγελα
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι Τραμπ και Ερντογάν είχαν «εγκάρδια τηλεφωνική επικοινωνία», όπως ανακοινώθηκε από την Άγκυρα, μόλις ένα 48ωρο μετά την θριαμβευτική εκλογή του πρώτου. Είναι ξεκάθαρο πως η τουρκική πλευρά ποντάρει στη «χημεία» του Τούρκου προέδρου με τον Ρεπουμπλικάνο πολιτικό. Για αυτό και τα χαμόγελα στην Άγκυρα για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών είναι πολλά.
Ωστόσο καλό θα είναι η τουρκική πλευρά να μην ξεχνάει ότι επί πρώτης θητείας Τραμπ οι σχέσεις Άγκυρας – Ουάσιγκτον πέρασαν από 40 κύματα. Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε μεν πει ακόμη και στον Αλέξη Τσίπρα για τον Ερντογάν «είναι σκληρός αλλά μου αρέσει», αλλά δεν είχε διστάσει να του δώσει ένα αυστηρό μάθημα, όταν θεώρησε πως ο Τούρκος πρόεδρος κινείται κατά των αμερικανικών συμφερόντων.
Είναι βέβαιο πως ο Ερντογάν – όσο καλή χημεία και εάν έχει με τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ – δεν έχει ξεχάσει ούτε τον πόνο που προκάλεσε στην τουρκική οικονομία ο Τραμπ με τους δασμούς στον τουρκικό χάλυβα το 2018 λόγω της υπόθεσης του Αμερικανού πάστορα, Ρίτσαρντ Μπράνσον (που είχε καταδικαστεί από τουρκικό δικαστήριο για τρομοκρατία), ούτε την προειδοποίηση Τραμπ το 2019 ότι θα «τελειώσει» την τουρκική οικονομία, όταν η Άγκυρα εισέβαλε στη βόρεια Συρία. Καλές λοιπόν οι διαπροσωπικές σχέσεις. Ακόμη καλύτερα τα συμφέροντα.
Υπάρχει και ακόμη ένας παράγοντας που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στις φιλοδοξίες του Τούρκου πρόεδρου για άνετη πρόσβαση στον Λευκό Οίκο και αυτός είναι… ο Μπενιαμίν Νετανιάχου. Οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας είναι στο χειρότερο δυνατό σημείο. Οι σχέσεις Νετανιάχου – Τραμπ από την άλλη είναι στενές και ισχυρές. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είναι ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να βάλει σε κάποιο βαθμό φρένο στην επαναπροσέγγιση Ερντογάν – Τραμπ.