Skip to main content

Επιτελικό κράτος: «Πλέον οι νόμοι είναι λιγότερο δυσνόητοι» – Μειώθηκαν οι τροπολογίες ανά νομοσχέδιο

(ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ EUROKINISSI)

Ομιλία του γενικού γραµµατέα του Πρωθυπουργού, Στυλιανού - Ιωάννη Κουτνατζή

Κάνοντας λόγο για κακονομία και πολυνομία, τις οποίες χαρακτήρισε διαχρονικές παθογένειες, ο γενικός γραµµατέας Πρωθυπουργού, Στυλιανός-Ιωάννης Κουτνατζής αναφέρθηκε στο σημαντικό ρόλο του επιτελικού κράτους για την αντιμετώπισή τους, σε εκδήλωση -που διοργάνωσε η προεδρία της κυβέρνησης.

«Οι νόμοι πρέπει να γίνουν καλύτεροι. Γίνεται μια τεράστια προσπάθεια νομοθέτησης η οποία πρέπει να κωδικοποιηθεί για να είναι εύκολα αναγνώσιμη και να έχει και παιδευτικό ρόλο στην κοινή γνώμη» τόνισε.

Ως βασικές αδυναμίες του συστήματος ανέφερε την μεγάλη παραγωγή νόμων «οι οποίοι», όπως είπε «είναι δυσνόητοι ως προς το περιεχόμενό τους και στην πραγματικότητα γίνονται αντιληπτοί από ένα πολύ περιορισμένο κύκλο, και οι περισσότεροι είναι γραμμένοι με έναν αποκλειστικό προσανατολισμό προς τη δημόσια διοίκηση και πρόσθεσε πως υπάρχει και η διαδικαστική διάσταση ως προς τον τρόπο νομοθέτησης, χωρίς διαβούλευση, με γρήγορη κοινοβουλευτική διαδικασία που δεν επιτρέπει ούτε στους ίδιους τους βουλευτές να συνειδητοποιήσουν το τι ακριβώς νομοθετείται» και πρόσθεσε πως «παρότι και κατά το παρελθόν έγιναν προσπάθειες δεν υπήρχαν διαδικασίες που να μπορούν να εξασφαλίσουν την τήρηση αυτών των κανόνων».

«Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει ο νόμος για το επιτελικό κράτος», συνέχισε ο κ. Κουτνατζής.

Αναλυτικά εγχειρίδια

«Πρώτα απ’ όλα μετατρέπει τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης σε μία Γραμματεία νομικών και κοινοβουλευτικών θεμάτων η οποία, έχει ως αποστολή τη διασφάλιση της συνοχής και του συντονισμού της διαδικασίας. Επιχειρεί μία σύνθεση ανάμεσα σε συγκεντρωτικά και αποκεντρωτικά, μοντέλα νομοπαρασκευής. Εκείνο που κάνει είναι να μεταμορφώνει ένα νομοσχέδιο έτσι ώστε να πληροί τις υψηλότερες νομοτεχνικές προδιαγραφές», σημείωσε και πρόσθεσε:

«Εκτός από το νόμο για το επιτελικό κράτος, το 2020 εκπονούνται αναλυτικά εγχειρίδια που επιχειρούν να προσφέρουν μια καθοδήγηση ως προς το πώς νομοθετούμε».

Μειώθηκαν οι τροπολογίες

Αναφερόμενος στις αλλαγές που επιχειρούνται στο πεδίο της εφαρμογής, είπε πως «υπάρχει η διαδικαστική και η ουσιαστική διάσταση. Η διαδικαστική διάσταση – τα νομοσχέδια πλέον αναρτώνται σε διαβούλευση, οι τροπολογίες μειώθηκαν κατά 50% στην τετραετία 2019 -2023, και πλέον ακόμη περισσότερο, ενώ την περίοδο 2015 -2019 ήταν περισσότερες από πέντε κατά μέσο όρο οι τροπολογίες ανά νομοσχέδιο και σήμερα είναι λιγότερες από μία και βεβαίως δεν υπάρχον πια τροπολογίες, οι οποίες να κατατίθενται λίγο πριν να ολοκληρωθεί η συζήτηση στην Ολομέλεια.

Υπάρχει όμως και μια ουσιαστική αλλαγή ως προς τον τρόπο με τον οποίο γράφονται πια οι νόμοι στην Ελλάδα. Γράφονται με έναν τρόπο πολύ κατανοητό, κάθε άρθρο με το οποίο τροποποιείται η υφιστάμενη νομοθεσία έρχεται και εξηγεί ακριβώς σε το συνίσταται αυτή η αλλαγή», είπε ο κ. Κουτνατζής και κατέληξε:

«Υπάρχει λοιπόν αναβάθμιση, ουσιαστική και διαδικαστική χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουμε φτάσει στο σημείο στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε. Μέσω των εκπαιδευμένων επιτελικών στελεχών επιχειρούμε τη διάχυση της νομοπαρεσκευαστικής διαδικασίας σε όλα τα υπουργεία. Μπορεί να γίνει πληρέστερη η ποσοτικοποίηση των στόχων της νομοθέτησης, η εφαρμογή της νομοθεσίας επιδέχεται βελτιώσεις, και το σημαντικότερο είναι να γίνει από όλους αντιληπτό ότι ο νόμος είναι η έσχατη επιλογή. Ο νόμος δεν είναι πανάκεια πρέπει να εξαντλήσει κανείς τις δυνατότητες να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα με διαφορετικό τρόπο. Αυτό απαιτεί μια αλλαγή κουλτούρας σε όλο το Δημόσιο.

Όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει πραγματικότητα αν δεν υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση του πρωθυπουργού, του υπουργού Επικρατείας κ. Γεραπετρίτη που εισηγήθηκε το νόμο για το επιτελικό κράτος και τους υπουργούς Επικρατείας που τον διαδέχτηκαν και υποστήριξαν αυτούς τους στόχους. Δεν θα είχε επιτευχθεί επίσης τίποτε χωρίς την εξαιρετική συνεργασία με τη Βουλή και τον πρόεδρο της Βουλής.

Τέλος ο κ. Κουτνατζής, εξήρε τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κ. Ξανθάκη καθηγήτριας του UCL και μέλους της Επιτροπής Αξιολόγησης της Ποιότητας της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, καθώς και της Γραμματείας Νομικών και Κοινωνικών θεμάτων.