Skip to main content

Κύπρος: Μισός αιώνας από την τραγωδία που μας στοιχειώνει – Το χρονικό

Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την αποφράδα εκείνη ημέρα, όταν τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Κερύνεια στη βόρεια Κύπρο

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Η περιπέτεια του Κυπριακού μόλις ξεκινούσε. Η εθνική τραγωδία οδήγησε στη συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα τουρκική κατοχή του 40% σχεδόν του νησιού. Τι ειρωνεία! Η τραγωδία της τουρκικής εισβολής ήταν καταλύτης για την πτώση της χούντας, την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την απαρχή της μεταπολίτευσης.

Οι ρίζες της τραγωδίας της Κύπρου πάνε πίσω μακριά και στις διακοινοτικές συγκρούσεις, που συνόδευσαν από τα πρώτα βήματα τη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία.

Τα γεγονότα

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Το πραξικόπημα στην Κύπρο οργανώθηκε από τη χούντα της Αθήνας και πραγματοποιήθηκε από την κυπριακή Εθνική Φρουρά σε συνεργασία με την ΕΟΚΑ Β’ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών Β).

Το πραξικόπημα ανέτρεψε τον Πρόεδρο, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και στόχος του ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ο τοποθετημένος από τους πραξικοπηματίες νέος Πρόεδρος, Νίκος Σαμψών, προχώρησε στην ανακήρυξη της Ελληνικής Δημοκρατίας της Κύπρου, δίνοντας πάτημα στην Τουρκία να εισβάλει, επικαλούμενη το άρθρο 4 της «Συνθήκης των Εγγυήσεων».

Διαβάστε ακόμη:

Η διχοτόμηση της Κύπρου δεν αποτελεί λύση!

Ενεργειακός «Αττίλας» απειλεί την Κύπρο

Οι δύο Συνθήκες

Η «Συνθήκη Εγγυήσεων» ήταν μία από τις δύο Συνθήκες (η δεύτερη ήταν η «Συνθήκη Συμμαχίας») που αναγνώρισαν επίσημα την ανεξάρτητη Δημοκρατία της Κύπρου. Οι δύο αυτές συνθήκες ήταν αποτέλεσμα των συμφωνιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στη Ζυρίχη, οι οποίες κατέληξαν στην υπογραφή των συμφωνιών αυτών στις 12 Φεβρουαρίου 1959.

Το άρθρο 4 της Συνθήκης διασφάλιζε το δικαίωμα των εγγυητριών δυνάμεων -Ελλάδα και Τουρκία- να επέμβουν στο νησί αν θεωρούσαν πως διακυβεύεται το στάτους κβο. Η ένωση με την Ελλάδα, την οποία διατυμπάνιζαν οι πραξικοπηματίες της Κύπρου, ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα στην Τουρκία για να επικαλεστεί το άρθρο 4 και να προχωρήσει στην «Επιχείρηση ειρήνευσης Κύπρου», όπως χαρακτήριζε την εισβολή στο νησί.

Οι τουρκικές δυνάμεις εντός τριών ημερών κατέλαβαν αρχικά το 3% από το βόρειο κομμάτι του νησιού με τη γνωστή επιχείρηση («Αττίλας 1») και συγκεκριμένα την Κερύνεια και την περιοχή γύρω από την πόλη. Στις 23 Ιουλίου κηρύχθηκε εκεχειρία. Τόσο η χούντα της Αθήνας όσο και η πραξικοπηματική κυβέρνηση της Κύπρου καταρρέουν, μη μπορώντας να διαχειριστούν την τραγωδία που αυτοί προκάλεσαν.

Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που σχηματίζεται με την πανηγυρική επιστροφή του αυτοεξόριστου πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή από το Παρίσι, αναλαμβάνει, υπό τις δύσκολες συνθήκες μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, να διαχειριστεί την κρίση. Ακολουθούν δύο γύροι διαβουλεύσεων στη Γενεύη μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, στις οποίες η Τουρκία ζητούσε ομοσπονδιακή λύση, ανταλλαγή πληθυσμού και το 34% των εδαφών της Κύπρου να ελέγχεται από τους Τουρκοκύπριους.

Κατάρρευση συνομιλιών

Στις 14 Αυγούστου, οι συνομιλίες της Γενεύης καταρρέουν και μόλις μία ώρα μετά η Τουρκία ξεκίνησε δεύτερη επιχείρηση («Αττίλας 2»), κατά την οποία μέσα σε 3 ημέρες κατέλαβε το 36,2% του νησιού και εκτόπισε 120 χιλιάδες Ελληνοκυπρίους (άλλες 20 χιλιάδες παρέμειναν εγκλωβισμένοι), ενώ συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 3.000 Ελληνοκύπριοι. Συνολικά η Τουρκία υπολογίζεται πως κινητοποίησε κατά τη διάρκεια της εισβολής 40.000 στρατιώτες. Το 40% του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, καθώς και πάνω από το μισό του τουρκοκυπριακού πληθυσμού εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους λόγω της τουρκικής εισβολής.

Η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) εκτιμά σε 165.000 τους Ελληνοκύπριους και 45.000 τους Τουρκοκύπριους πρόσφυγες.

Το άγριο ξύπνημα του 1974

Η Ελλάδα ξυπνούσε στις 20 Ιουλίου του 1974 με τη μαύρη είδηση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και την εντολή επιστράτευσης – ένα ακόμη φιάσκο της χούντας των συνταγματαρχών, όπως αποδείχτηκε λίγο αργότερα. Έφηβος μόλις 12 χρόνων, άκουγα πρώτη φορά τη λέξη «πόλεμος» και έβλεπα την ανησυχία στα μάτια των γονιών μου, που αν είχαν και αν είχαν ζήσει πόλεμο… Εγώ, που τον πόλεμο τον ήξερα μόνο ως παιχνίδι με τα ψεύτικα όπλα και τα στρατιωτάκια -αγαπημένο παιχνίδι τότε των περισσότερων αγοριών-, ανησυχούσα μη και η επιστράτευση περιλάβει και τον μεγαλύτερο, πρωτοετή αδελφό μου. Αργότερα ήρθε η μεταπολίτευση με όσα φρικτά ανακάλυπτα με την ευαισθησία ενός εφήβου για τα βασανιστήρια και άλλα… θεάρεστα έργα της επτάχρονης δικτατορίας. Ακολούθησε η νεανική αμφισβήτηση, ο ριζοσπαστισμός και η πολιτικοποίηση της εποχής.

Μια πολιτικοποίηση που είχε στο επίκεντρο και την Κύπρο. Θυμάμαι τις αφίσες και τα αυτοκόλλητα με τη ματωμένη Κύπρο που κυκλοφορούσαν κατά κόρον. Ακόμη και παιχνίδι Μονόπολη είχε κυκλοφορήσει σε ειδική έκδοση προς οικονομική ενίσχυση των προσφύγων της Κύπρου, όπως έγραφε στη συσκευασία, αν δεν με απατά η μνήμη μου.

Τοποθέτηση εποίκων

Σε μια προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής ισορροπίας της βόρειας Κύπρου, οι τουρκικές αρχές μετέφεραν την περίοδο 1975-1995 από τις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας ικανό αριθμό εποίκων.

Οι έποικοι εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Ελληνοκυπρίων που προηγουμένως είχαν αναγκαστεί να τα εγκαταλείψουν ως αποτέλεσμα της εισβολής. Σύμφωνα με υπολογισμούς των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πληθυσμός της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου ανέρχεται σε 200.000 περίπου, εκ των οποίων 80-89.000 είναι γηγενείς Τουρκοκύπριοι και 109.000-117.000 είναι Τούρκοι έποικοι.

Το δράμα των αγνοουμένων

Ένα από τα μεγάλα δράματα της κυπριακής τραγωδίας είναι οι αγνοούμενοι: οι στρατιώτες και οι άμαχοι που έχασαν τη ζωή τους χωρίς ποτέ η σορός τους να βρεθεί. Ο επίσημος αριθμός αγνοουμένων, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει στην ιστοσελίδα της η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) στην Κύπρο, είναι 1.510 Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες και 492 Τουρκοκύπριοι, σύνολο 2.002 αγνοούμενοι.

Οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι αγνοούνται από την εποχή των διακοινοτικών ταραχών 1963-64. Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους στην Κύπρο (ΔΕΑ) είναι ένα δικοινοτικό σώμα που ιδρύθηκε το 1981 από τους ηγέτες των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κοινοτήτων με τη συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών. Μετά την κατάθεση της επίσημης λίστας των αγνοούμενων ατόμων, η αποστολή της ΔΕΑ είναι η ανάκτηση, ταυτοποίηση και επιστροφή των λειψάνων στις οικογένειες των 2.002 αγνοουμένων.

Από το 2006 έχουν εκταφεί τα οστά 1.200 αγνοουμένων και έχουν ταυτοποιηθεί συνολικά 1.047. Εξακολουθούν να αγνοούνται 758 Ελληνοκύπριοι και 197 Τουρκοκύπριοι. Δυστυχώς για κάποιες οικογένειες ο πόλεμος δεν τέλειωσε το 1974, καθώς συνεχίζουν να αναζητούν λείψανα των αγαπημένων τους.

Η πόλη-φάντασμα

Τίποτα ίσως περισσότερο από την εγκαταλελειμμένη πόλη της Αμμοχώστου δεν θυμίζει ακόμη και σήμερα την κυπριακή τραγωδία. Στο άλλοτε τουριστικό θέρετρο του νησιού ο χρόνος έχει σταματήσει στο 1974, με τα κουφάρια των κατεστραμμένων και λεηλατημένων κτιρίων να χάσκουν ακόμη. Ακόμη και πολυτελή καινούργια αυτοκίνητα περιμένουν παρατημένα στα γκαράζ τους επίδοξους αγοραστές τους… Ετοιμόρροπα κτίρια, βλάστηση που ξεπροβάλλει μέσα από κτίρια και που καλύπτει τα πάντα σβήνοντας τα όρια δρόμων και πεζοδρομίων είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν το περιφραγμένο τμήμα της Αμμοχώστου.

Στις καταστροφές που έχει προκαλέσει η τουρκική εισβολή και η οργανωμένη λεηλασία η οποία ακολούθησε έχουν προστεθεί και αυτές του χρόνου. Μέχρι τα μέσα Αυγούστου του 1974 η Αμμόχωστος έσφυζε από ζωή και ήταν ένα από τα πιο διάσημα κέντρα παραθερισμού στην περιοχή. Υπήρξε παγκόσμια γνωστό τουριστικό θέρετρο, μεταξύ 1960 και 1974, λόγω της αμμώδους παραλίας της. Άλλωστε και το όνομά της σημαίνει κυριολεκτικά η πόλη που είναι χωμένη στην άμμο.

Ανάμεσα στους εκτεταμένους πορτοκαλεώνες που περιέβαλλαν την πόλη, και δίπλα στην αμμώδη παραλία της, είχαν ανεγερθεί σύγχρονα ξενοδοχεία και η Αμμόχωστος είχε πάρει μια έντονα κοσμοπολίτικη όψη. Μετά την κατάληψή της από τα τουρκικά στρατεύματα λεηλατήθηκε και σφραγίστηκε. Από τότε έχει χαρακτηριστεί «πόλη – φάντασμα», καθώς το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει κλειστό και ερημωμένο, με τον κατοχικό στρατό να μην επιτρέπει την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων της, παρά τα σχετικά ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Οι πρωταγωνιστές

Μακάριος και Μπουλέντ Ετζεβίτ είναι τα τραγικά πρόσωπα της κυπριακής τραγωδίας. Ο πρώτος, νόμιμος ηγέτης του νησιού και πρωταγωνιστής στο Κυπριακό από τα πρώτα βήματα ανεξαρτησίας. Ο δεύτερος ήταν πρωθυπουργός της Τουρκίας όταν έδινε εντολή για την τουρκική απόβαση στην Κύπρο. Ειδικότερα:

Μακάριος

Το πραξικόπημα για την ανατροπή του εκδηλώθηκε στις 8:15 της 15ης Ιουλίου 1974, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος υποδεχόταν μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο. Δύο φάλαγγες με άρματα και μονάδες ΛΟΚ επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει και, μέσω του όρους Τροόδου, κατέληξε στην Πάφο, όπου εκφώνησε το περιβόητο διάγγελμα προς τον λαό, ανακοινώνοντάς του ότι είναι ακόμη ζωντανός, τονίζοντας:

«Ελληνικέ κυπριακέ λαέ, γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου, συναγωνιστής και σημαιοφόρος εις τον κοινόν αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος και εφόσον εγώ ζω η χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάση».

Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά τη διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου. Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα, όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες. Απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου, σε ηλικία 63 ετών.

Μουσταφά Μπουλέντ Ετζεβίτ

Ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, ποιητής και πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε και πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1974, το 1977 και από το 1978 μέχρι το 1980. Το 1974 διαδέχτηκε τον Ισμέτ Ινονού στην ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και έγινε πρωθυπουργός μιας βραχύβιας κυβέρνησης συνεργασίας από τον Ιανουάριο έως τον Νοέμβριο του 1974. Στη χώρα μας έμεινε περισσότερο γνωστός ως ο «πρωθυπουργός της εισβολής», καθώς επί πρωθυπουργίας του, τον Ιούλιο του 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Απεβίωσε το 2006.