Ως ο μεγάλος άγνωστος Χ στην εξίσωση των ευρωεκλογών και στο πολιτικό ισοζύγιο της επόμενης μέρας αναδεικνύεται η αποχή, καθώς αναλυτές εκφράζουν φόβους ότι η μη προσέλευση στις κάλπες μπορεί να αγγίξει ποσοστό-ρεκόρ στην εκλογική αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου. Το ζήτημα έχει τροφοδοτήσει συζητήσεις για το ποια κόμματα μπορεί να καρπωθούν εκλογικά οφέλη στο σενάριο μίας υψηλής αποχής και ποια μπορεί να ζημιωθούν.
Οι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά
Οι δυσοίωνες εκτιμήσεις σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία εδράζονται σε μία σειρά από παραμέτρους. Αφενός είναι η 5η φορά που οι ψηφοφόροι καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες μέσα σε διάστημα 13 μηνών, κάτι που μπορεί να συνεπάγεται κόπωση του εκλογικού σώματος. Αφετέρου η επικρατούσα -σε κάποια μερίδα πληθυσμού- αντίληψη ότι δεν υπάρχει άμεσο εθνικό διακύβευμα στις ευρωκάλπες, μπορεί να οδηγήσει σε αδράνεια ένα τμήμα του εκλογικού σώματος. Επιπλέον οι επερχόμενες ευρωεκλογές δεν συμπίπτουν αυτή τη φορά με άλλες κάλπες (π.χ. αυτοδιοικητικές εκλογές), ώστε οι ψηφοφόροι να έχουν ένα επιπλέον κίνητρο να συμμετάσχουν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου θα είναι η πρώτη μετά τις ευρωεκλογές του 2009 που δεν θα διεξαχθεί παράλληλα με άλλη εκλογική αναμέτρηση, όπως είχε συμβεί στις ευρωεκλογές του 2014 και του 2019, οι οποίες και είχαν συμπέσει με τις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Η διακύμανση της συμμετοχής στις προηγούμενες ευρωκάλπες
Πώς είχαν διαμορφωθεί όμως τα ποσοστά της συμμετοχής στις προηγούμενες ευρωκάλπες; Το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής στις τρεις ευρωεκλογές της τελευταίας 15ετίας, είχε καταγραφεί το 2014 (59,33%). Συγκεκριμένα, η εικόνα είχε ως εξής:
- Ευρωεκλογές 2009 – Συμμετοχή: 52,54%
- Ευρωεκλογές 2014 – Συμμετοχή: 59,33%
- Ευρωεκλογές 2019 – Συμμετοχή: 58,69%
Υπενθυμίζεται ότι στις τελευταίες εθνικές εκλογές, του Ιουνίου του 2023, η συμμετοχή είχε διαμορφωθεί στο 53,7%.
Όπως ανέφερε ο Ζαχαρίας Ζούπης, Διευθυντής Ερευνών της Opinion Poll, μιλώντας στο Naftemporiki TV και στην εκπομπή Politics με τον Φίλιππο Φιλιππακόπουλο, υπάρχουν μία σειρά από παράγοντες που επιδρούν αρνητικά σε ό,τι αφορά τη δυνητική συμμετοχή. «Για παράδειγμα, δεν υπάρχει μια δεύτερη μάχη που θα έδινε ένα κίνητρο παραπάνω, ας πούμε το να ήταν μαζί ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές όπως ήταν το 2019. Δεύτερον, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δεν έχει πειστεί ότι υπάρχει ένα φοβερό διακύβευμα γιατί λίγο πάνω-λίγο κάτω έχει κριθεί η πρωτιά» εξήγησε. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως παρατήρησε, τα κόμματα επιδίδονται σε μία εναγώνια προσπάθεια να πολώσουν. «Όμως ο δημόσιος διάλογος και η αντιπαράθεσή τους έχω την αίσθηση ότι περισσότερο συχνά απογοητεύει και απομακρύνει, παρά παροτρύνει για συμμετοχή» παρατήρησε ο ίδιος.
Αναλύοντας την «ψυχολογία» των εκλογέων εν όψει της κάλπης και τους παράγοντες που πιθανόν δεν ευνοούν τη συμμετοχή στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, ο Ιάκωβος Αρμάος, Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας και Επικοινωνιολόγος, δήλωσε στο κανάλι της Ναυτεμπορικής πως «μέχρι στιγμής μιλάμε για μία σχεδόν βουβή προεκλογική καμπάνια, κυρίως γιατί ψάχνουμε ακόμη να βρούμε ποιοι ενδιαφέρονται, πόσο ενδιαφέρονται, αν ενδιαφέρονται και γιατί».
«Είναι ρευστά τα δεδομένα και δεν έχουμε καθόλου την πραγματική εικόνα πόσοι θα συμμετέχουν σε αυτές τις εκλογές. Είναι οι εκλογές που για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια είναι μόνο ευρωεκλογές. Είναι εκλογές που καλώς ή κακώς την επόμενη μέρα ό,τι κι αν ψηφίσουμε, πάλι θα είναι πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης και δεν αλλάζει η κεντρική πολιτική σκηνή» σημείωσε, προσθέτοντας επιπλέον πως τα κόμματα «δεν έχουν κερδίσει μέχρι στιγμής το ενδιαφέρον του κόσμου, γιατί δεν έχουν κάποια κεντρική ιδέα που να έχει τραβήξει την προσοχή του».
Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις – Ποιοι ψηφοφόροι εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να προσέλθουν στην κάλπη
Ήδη, στις δημοσκοπήσεις, που βλέπουν το φως στην τελική ευθεία προς τις κάλπες, καταγράφεται ένα ποσοστό αδιαφορίας ή δυνητικής αποχής, με μία σημαντική μερίδα εκλογέων να «γυρίζει την πλάτη» στις κάλπες. Υπό τα παραπάνω δεδομένα όμως, στελέχη των εταιρειών δημοσκοπήσεων προειδοποιούν πως τα ποσοστά της αποχής μπορεί να είναι μεγαλύτερα από ό,τι αποτυπώνεται στις προεκλογικές μετρήσεις. Κι αυτό γιατί – όπως εξηγούν – στις δημοσκοπήσεις το ενδιαφέρον για συμμετοχή υπερεκτιμάται, δεδομένου ότι όσοι συστηματικά δεν προσέρχονται τελικά στις εκλογές συνήθως δεν επιλέγουν να απαντήσουν και στις δημοσκοπήσεις.
Ενδεικτικά, σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Opinion Poll για λογαριασμό του Action24, το 65,1% δηλώνει ότι ενδιαφέρεται πολύ/αρκετά για τις ευρωεκλογές, ενώ το 34,2% λίγο ή καθόλου. Σε ό,τι αφορά την εικόνα ανά κόμμα, τον μεγαλύτερο βαθμό ενδιαφέροντος έχουν οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. με 83,7% και του ΣΥΡΙΖΑ με 80,2%. Στο ερώτημα «πόσο πιθανό είναι να απέχετε στις ευρωεκλογές» το 77% απαντά λίγο/καθόλου και το 20,7% πολύ/αρκετά, ενώ «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ» επιλέγει το 2,4%.
Σε δημοσκόπηση της Prorata, το 66% δηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να ψηφίσει στις ευρωεκλογές, το 9% απαντά ότι δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να πάει στις κάλπες και το 6% καθόλου πιθανό. Όπως προκύπτει από την ίδια μέτρηση, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ (98%), του ΠΑΣΟΚ (97%) και της Ν.Δ. (93%) είναι εκείνοι με τα μεγαλύτερα ποσοστά της δυνητικής συμμετοχής στις ευρωεκλογές.
Ο παράγοντας της ηλικίας
Την ίδια ώρα, έρευνα της Pulse για λογαριασμό του ΣΚΑΪ, δείχνει ότι η διάθεση συμμετοχής ανεβαίνει αναλογικά με την ηλικία, καθώς οι μεγαλύτεροι είναι εκείνοι που δηλώνουν πιο πρόθυμοι να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, εν αντιθέσει με τους νεότερους.
Ο αντίκτυπος της αποχής στο εκλογικό αποτέλεσμα
Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ερώτημα που γεννάται είναι ποια θα είναι η επίδραση της αποχής στο εκλογικό αποτέλεσμα και στη δυναμική των κομμάτων. Ποιες πολιτικές δυνάμεις ευνοεί η χαμηλή συμμετοχή και ποιες ζημιώνει;
Μιλώντας στην εκπομπή Rush Hour του καναλιού της Ναυτεμπορικής, ο Διευθύνων Σύμβουλος της MRB Δημήτρης Μαύρος, επισήμανε πως το διακύβευμα της κάλπης «μετατοπίζεται συνεχώς στο πόση θα είναι η αποχή και ποια θα είναι η δομή της αποχής, γιατί αυτό θα επηρεάσει εντέλει το τι αποτελέσματα θα δούμε».
«Μέχρι πριν από 10 μέρες η αποχή λειτουργούσε ως ‘δαίμονας’ της Ν.Δ. και την έριχνε σημαντικά. Τώρα βλέπουμε ότι η αποχή ομογενοποιείται ελαφρώς και μπαίνουν μέσα και κάποια κοινά ή αν θέλετε αρχίζει και λειτουργεί και ο φόβος προς κάποιους Νεοδημοκράτες ‘να μην τα παρατραβήξουμε τα πράγματα’. Εκεί είναι σαν να συγκρούονται δύο κύματα στη θάλασσα και δεν ξέρεις ποια πλευρά του ωκεανού θα επικρατήσει» παρατήρησε.
Από την πλευρά του, ο κ. Ζούπης υπογράμμισε ότι ο αντίκτυπος της αποχής εξαρτάται από το πού θα προέλθει και πόσο αναλογική θα είναι. Ο ίδιος παρατήρησε πως η άποψη ότι η αποχή συνήθως ευνοεί το πρώτο κόμμα είχε κυριαρχήσει, αλλά δεν ήταν πάντα σωστή.
«Αν είναι μεγάλη η αποχή θα κερδίσουν ή αυτοί που έχουν σοβαρές συσπειρώσεις ή σοβαρούς κομματικούς μηχανισμούς που μπορούν έτσι κι αλλιώς έναν κόσμο να τον κινητοποιήσουν την ημέρα των εκλογών. Αν δεν είναι αναλογική (…), αν ας πούμε από την αποχή το μεγάλο κομμάτι είναι από τη Ν.Δ., προφανώς θα πληγεί η Ν.Δ.» παρατήρησε.
Ερωτηθείς σχετικά, σημείωσε επίσης πως σε περίπτωση μεγαλύτερης αποχής δεν ευνοούνται τα κόμματα που έχουν χαμηλή συσπείρωση, ιδίως «τα νέα κόμματα που τώρα φτιάχνουν τη μαγιά τους, τον πυρήνα τους».
Ο κ. Αρμάος έθεσε και μία ακόμη παράμετρο στην πολυπαραγοντική εξίσωση της αποχής: «Σε μία πιθανότητα που δεν θα πάει πολύς κόσμος να ψηφίσει και δούμε ένα ποσοστό αποχής πολύ μεγάλο, αυτό πιθανότατα ευνοεί πάρα πολύ τη Ν.Δ. γιατί οι μεγάλοι σε ηλικία, που είναι φανατικοί υποστηρικτές της, οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που πάνε και ψηφίζουν. Μπορεί να ευνοεί το ΠΑΣΟΚ διότι είναι ένα πολύ οργανωμένο κόμμα» και άρα είναι υψηλή η συσπείρωσή του, εξήγησε. «Είναι ερώτημα αν ευνοεί ή όχι τον κ. Κασσελάκη. Όπως μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσουν οι πολίτες ιδιαίτερα στον κ. Κασσελάκη και στην πολιτική εκστρατεία που έχει επιλέξει» πρόσθεσε.