Υπερψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με 374 ψήφους υπέρ, 113 κατά και 45 αποχές η έκθεση για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ένωση.
Το Κοινοβούλιο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας σε πολλά κράτη μέλη και επέκρινε την αδράνεια της Κομισιόν στη διαφύλαξη των αξιών της ΕΕ. Το Κοινοβούλιο τονίζει συγκεκριμένες ή συστημικές απειλές στην Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Σλοβακία, τη Μάλτα και την Ουγγαρία.
Η εισηγήτρια Σόφι ιν’τ Φελντ (Renew) σχολίασε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που προηγήθηκε της ψηφοφορίας: «Η έκθεση της Επιτροπής για το κράτος δικαίου θα πρέπει να αντιμετωπίζει κάθε κράτος μέλος ισότιμα και αντικειμενικά. Δεν επιτρέπεται να την επηρεάζουν πολιτικές πιέσεις από τις κυβερνήσεις, διότι οι Ευρωπαίοι έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν πώς πάει το κράτος δικαίου στη χώρα τους – οπουδήποτε και αν ζουν.»
«Ο κόσμος δυστυχώς θεωρεί πως το κράτος δικαίου είναι κάτι το απόμακρο», τόνισε η κ. ιν’τ Φελντ, ενώ αναφέρθηκε στο δυστύχημα στα Τέμπη, ως παράδειγμα. «Ένα χρόνο μετά τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη στην Ελλάδα βλέπουμε πώς η διαφθορά μπορεί να οδηγήσει σε θανάτους. Συνήθως απλοί άνθρωποι πληρώνουν το τίμημα», είπε.
Στην αξιολόγηση της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου του 2023, η οποία εγκρίθηκε τον Ιανουάριο από την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών (LIBE), το Κοινοβούλιο σημειώνει ορισμένες θετικές εξελίξεις (συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών της νέας κυβέρνησης στην Πολωνία να ενισχύσει το κράτος δικαίου και την ελευθερία των ΜΜΕ), τονίζοντας παράλληλα τις επίμονες απειλές για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και συγκεκριμένα προβλήματα ή περιστατικά σε διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ.
Προβλήματα με τη δικαιοσύνη, τη διαφθορά και την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης
Το Κοινοβούλιο σημειώνει τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ιδίως όσον αφορά τον διορισμό υψηλόβαθμων δικαστών, μεταξύ άλλων και στην Ουγγαρία. Οι ευρωβουλευτές ανησυχούν για τις ανακοινωθείσες αλλαγές στους κρατικούς θεσμούς και το κανονιστικό πλαίσιο των μέσων ενημέρωσης στην Σλοβακία, καθώς και για τον προτεινόμενο νόμο περί αμνηστίας στην Ισπανία. Η διαφθορά εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική ανησυχία για το Κοινοβούλιο, το οποίο καταδικάζει εκ νέου τις αναφερόμενες συστηματικές, αδιαφανείς και αθέμιτες πρακτικές εις βάρος εταιρειών σε ορισμένους τομείς στην Ουγγαρία και τη χρήση κονδυλίων της ΕΕ για τον εμπλουτισμό πολιτικών συμμάχων της κυβέρνησης της χώρας, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται εμπόδια για τους μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος.
Οι ευρωβουλευτές επιθυμούν τον τερματισμό των προγραμμάτων «χρυσών διαβατηρίων» όπως αυτό που βρίσκεται σε ισχύ στην Μάλτα και εφιστούν την προσοχή στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – ένα διασυνοριακό ζήτημα που συνδέεται άρρηκτα με τη διαφθορά. Επιπλέον, υπογραμμίζουν ότι απειλείται η ανεξαρτησία των εποπτικών αρχών, όπως στην περίπτωση του χειρισμού του σκανδάλου κατασκοπευτικού λογισμικού από την Ελλάδα, ενώ πρέπει ακόμη να γίνουν κινήσεις για την προστασία των δημοσιογράφων από τις στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού και άλλες απειλές.
Συρρίκνωση της κοινωνίας των πολιτών και απειλές κατά των ευάλωτων ομάδων
Η κοινωνία των πολιτών αντιμετωπίζει προκλήσεις σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Σλοβακίας, όπου έχουν ανακοινωθεί σχέδια για τον περιορισμό του έργου των ΜΚΟ και τον στιγματισμό οργανώσεων που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Οι ευρωβουλευτές αποδοκιμάζουν τη χρήση υπερβολικής βίας και της διακριτικής μεταχείρισης από την αστυνομία, καθώς και τη δυσανάλογη χρήση βίας κατά διαδηλωτών, αναφέροντας συγκεκριμένα τις μαζικές κρατήσεις στη Γαλλία και τους θανάτους από αστυνομικά πυρά τριών νέων Ρομά στην Ελλάδα. Το Κοινοβούλιο αναφέρει ότι η οπισθοδρόμηση των δικαιωμάτων και η υπονόμευση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων επηρεάζουν τις θρησκευτικές μειονότητες, τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ, τις γυναίκες, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και αιτούντες άσυλο.
Για άλλη μια φορά, οι ευρωβουλευτές τονίζουν ότι η απλή παρακολούθηση της κατάστασης από την Επιτροπή δεν είναι αρκετή και θα πρέπει να αναπτυχθεί ώστε να περιλαμβάνει συγκεκριμένα εφαρμοστικά μέτρα, καταδικάζοντας τη ενίοτε «ανοικτή και αναίσχυντη μη συμμόρφωση» αρκετών κρατών μελών με το δίκαιο της ΕΕ.