Σημαντικό βήμα για την ισότητα όλων των πολιτών χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης την ρύθμιση για την ισότητα στον πολιτικό γάμο, κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση στην συνεδρίαση του υπουργικόυ συμβουλίου.
«Κυρίως όμως επιδιώκεται η προστασία των παιδιών των ομόφυλων γονέων που ήδη υπάρχουν, και τα παιδιά αυτά πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλα τα άλλα παιδιά», τόνισε ο πρωθυπουργός υπενθυμίζοντας πως μιλάμε για κάτι που ισχύει ήδη σε 36 χώρες σε πέντε ηπείρους «χωρίς πουθενά να φαίνεται ότι έβλαψε την κοινωνική συνοχή, την κοινωνική αρμονία».
Ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε επίσης την ικανοποίησή του ότι όλο αυτό το διάστημα η ρύθμιση συζητήθηκε νηφάλια. «Και η παράταξή μας κατέκτησε αυτή την διαδικασία της ώριμης διαβούλευσης αντί του ισοπεδωτικού μέτρου της κομματικής πειθαρχία», συνέχισε τονίζοντας πως ακούστηκαν όλες οι απόψεις, τις οποίες και σέβεται.
«Ακούστηκαν όμως και φωνές που δεν είχαν ακουστεί μέχρι σήμερα, κυρίως των ομόφυλων γονέων που θα μπορούν επιτέλους να κοιμούνται ήσυχοι απαλλαγμένοι από τον φόβο ότι αν τους συμβεί κάτι, το παιδί τους δεν θα καταλήξει στον άλλο γονέα αλλά σε κάποιο ίδρυμα».
Ο πρωθυπουργός επανέλαβε τι δεν κάνει το προτεινόμενο νομοσχέδιο, «δεν μεταβάλλει το ισχύον πλαίσιο της παρένθετης κύησης και αποκλείει τους χαρακτηρισμούς γονέας 1 και γονέας 2».
«Η νέα ρύθμιση προσθέτει δικαιώματα σε μερικούς, χωρίς όμως να αφαιρεί κανένα δικαίωμα από τους πολλούς», είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι αυτό απαιτεί άλλωστε η ευαισθησία της Δημοκρατίας μας, «στην οποία δεν επιτρέπεται να υπάρχουν πολίτες δύο κατηγοριών και σίγουρα δεν επιτρέπεται να υπάρχουν παιδιά ενός κατώτερου θεού».
«Σέβομαι τη διαφορετική άποψη της Εκκλησίας»
«Ένα θέμα ισότητας δεν προσφέρεται για διχαστικές προκλήσεις και σίγουρα δεν προσφέρεται για υπερβολικές μεγεθύνσεις. Και έτσι υποδέχομαι και τις θέσεις της Εκκλησίας, τις οποίες δέχομαι απόλυτα», συνέχισε. «Θέλω όμως να είμαι σαφής. Αναφερόμαστε σε επιλογές της Πολιτείας, όχι σε θεολογικές πεποιθήσεις».
‘Οπως υπενθύμισε, και παλαιότερα «είχαμε διαφορετικές οπτικές με την Εκκλησία, για τον πολιτικό γάμο, την καύση των νεκρών και το θέμα των ταυτοτήτων. Η ζωή όμως απέδειξε ότι οι αλλαγές αυτές ήταν ώριμες, δεν έβλαψαν την κοινωνία αλλά ούτε τη συνεργασία με την Εκκλησία. Και είμαι σίγουρος ότι έτσι θα γίνει και τώρα».
Η τροπολογία για την επιστολική ψήφο θα επανέλθει και μετά τις Ευρωεκλογές
Ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε την εισήγησή του ασκώντας κριτική προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης που διαφωνούν με την τροπολογία της υπουργού Εσωτερικών Νίκης Κεραμέως για την επιστολική ψήφο και στις εθνικές εκλογές.
Όπως είπε, η τροπολογία θα επανέλθει μετά τις Ευρωεκλογές. «Πρόκειται για μια σημαντική ευκαιρία συναίνεσης. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ γυρίζουν την πλάτη σε αυτή την ευκαιρία. Απορώ με τη σκόνη που σηκώθηκε για το θέμα αυτό. Πώς γίνεται να συμφωνούμε με την επιστολική στις Ευρωεκλογές και όχι στις Εθνικές Εκλογές; Ας υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο και ας καταψηφίσουν την τροπολογία. Η συγκεκριμένη τροπολογία αν απορριφθεί σήμερα, θα επανέλθει μετά τις Ευρωεκλογές».
«Η Ελλάδα πλέον αντί να φοβίζει, μαγνητίζει»
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στις επαφές που είχε στο Νταβός, σημειώνοντας ότι η επενδυτική βαθμίδα λειτουργεί ως ένα πρόσθετο κίνητρο που θα φέρει επενδύσεις στη χώρα, ανάπτυξη, περισσότερα δημόσια έσοδα για στήριξη του εισοδήματος.
«Η Ελλάδα πλέον αντί να φοβίζει, μαγνητίζει», είπε χαρακτηριστικά, κάνοντας αναφορά στη μόνιμη αύξηση του επιδόματος γέννησης. Η ευημερία των πολιτών μιας κοινωνίας δεν μετριέται μόνο με οικονομικούς όρους, σημείωσε, κάνοντας λόγο για περισσότερη ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα ασφάλεια. «Τι νόημα έχει να αυξάνεται το ΑΕΠ της χώρας χωρίς να συνοδεύεται από ατομικά δικαιώματα, χωρίς να μπορεί κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας να έχουν ελευθερία;» διερωτήθηκε, τονίζοντας πως η χώρα μας ανήκει «εις τη Δύσιν» και «οι αξίες μας είναι η μήτρα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού».
Όσον αφορά τη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη, τόνισε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να ξεπεραστούν εσωτερικές αδυναμίες του συστήματος και οι δικαστικές αποφάσεις να εκδίδονται πολύ πιο γρήγορα. «Δεν υστερούμε σε αριθμό δικαστών, αλλά η εκδίκαση των υποθέσεων απαιτεί τον πενταπλάσιο χρόνο. Οι αλλαγές που εισηγείται το αρμόδιο υπουργείο είναι κρίσιμες», είπε χαρακτηριστικά.