Η σημερινή επίσκεψη στην Αθήνα του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι η τελευταία προσπάθεια της Άγκυρας να τα βρει με όσους είχε δύσκολες σχέσεις στην περιοχή, σχολιάζει ο βρετανικός Guardian.
Στο πλαίσιο αυτό είδαμε νωρίτερα τον Τούρκο πρόεδρο να προσεγγίζει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Αραβία, καθώς προσπαθεί να ξεχαστεί γρήγορα η δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι μέσα στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη. Συναντήθηκε ακόμη και με τον Αιγύπτιο πρόεδρο, Αμπντέλ-Φατάχ αλ-Σίσι, παρόλο που είχε δηλώσει ότι δεν θα μιλούσε ποτέ σε «κάποιον σαν αυτόν». Αντίστοιχα τον είδαμε να πηγαίνει από το «Μητσοτάκης γιοκ» στο «φίλε, Κυριάκο».
«Αν κοιτάξετε πίσω τα δύο τελευταία χρόνια, πολλές από αυτές τις αλλαγές αφορούν προσπάθειες να αμβλυνθούν εντάσεις στις οποίες είχε ανάμειξη η Τουρκία, οι οποίες δεν είναι βιώσιμες οικονομικά, διπλωματικά ή πολιτικά και είναι περιοριστικές για την Τουρκία», σχολίασε ο Ζίγια Μεράλ, λέκτορας για τη διπλωματία στο Soas.
«Αυτό το ταξίδι είναι έκφραση αυτής ακριβώς της χαλάρωσης, καθώς το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη ή το ΝΑΤΟ είναι μια κλιμάκωση μεταξύ δύο μελών για κρίσιμους θαλάσσιους δρόμους, το εμπόριο ή την ενέργεια. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η συνεργασία της Ελλάδας ή της Τουρκίας σε θέματα όπως το έγκλημα, τα ναρκωτικά και η ασφάλεια είναι θετική εξέλιξη, καθώς αυτοί είναι βασικοί τομείς», είπε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, η επίσκεψη του Ερντογάν στην χώρα μας θα μπορούσε να στείλει ένα κρίσιμο μήνυμα στην Ουάσιγκτον, όπου έχουν διατυπωθεί πολλές ενστάσεις όσον αφορά την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Άγκυρα, λόγω ανησυχιών για τις τουρκικές υπερπτήσεις στον ελληνικό εναέριο χώρο και του ιστορικού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία.
«Η εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, θα μπορούσε να δώσει τη θέση της σε μια σημαντική πρόοδο σε ορισμένους τομείς όπου συγκεκριμένα μέλη του Κογκρέσου ή γερουσιαστές που κλίνουν προς τα ελληνικά συμφέροντα ενδέχεται να αλλάξουν τη στάση τους, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τα τουρκικά συμφέροντα στην Ουάσιγκτον», εκτίμησε ο Μεράλ.
Βέβαια η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου θεωρείται από τους αναλυτές πως δεν θα μπορέσει να κάνει θαύματα, τουλάχιστον όσον αφορά τα μεγάλα και πιο κρίσιμα θέματα που ορίζουν και καθορίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο Ερντογάν, φτάνοντας στην Αθήνα, μπορεί να έκανε λόγο για την αυγή μιας «νέας εποχής» και να ανακοίνωσε ότι έχει στόχο να αυξηθεί ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών από 5,5 δισ. δολάρια σε 10 δισ. δολάρια, ωστόσο, η σημερινή συνάντηση φαντάζει απίθανο να λύσει τα βαθύτερα ρήγματα σε ζητήματα που κρατάνε δεκαετίες, όπως το Κυπριακό ή συνοριακές διαφορές.
«Ακόμα κι έτσι, οι συνομιλίες του με την Ελληνίδα ομόλογό του, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, και τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, σηματοδότησαν την προθυμία να αντιμετωπίσουν από κοινού ορισμένες προκλήσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας και το εμπόριο», υπογραμμίζει ο Guardian.
«Αν και αυτή η επίσκεψη είναι μια ευπρόσδεκτη κίνηση, το κατά πόσο θα επιτυγχανόταν μια σημαντική πρόοδος σε θέματα που οδηγούν σταθερά σε αδιέξοδο, όπως η Κύπρος ή το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, η επίσκεψη δεν νομίζω ότι αυτή μπορούσε να αποτελέσει μια μαγική λύση για κανένα από αυτά τα προβλήματα. Αλλά αν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και υπάρχει μια καλή σχέση μεταξύ των ηγετών και η επιθυμία να κάνουν περισσότερες συνομιλίες, είναι πολύ καλό επίτευγμα – και σημαίνει μια διένεξη λιγότερη στην οποία πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας», κατέληξε ο Μεράλ.