«Απομονωμένη διεθνώς, η Τουρκία θέλει να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα», γράφει η γαλλική οικονομική εφημερίδα La Tribune,σχολιάζοντας την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα.
«Η Τουρκία φιλοδοξεί να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο» στις συχνά τεταμένες σχέσεις της με την Ελλάδα. Την παραμονή μιας επίσκεψης στην Αθήνα, ο πρόεδρος της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε έτοιμος να υπογράψει μια δήλωση «καλής γειτονίας».
«Ένα σήμα κατευνασμού ενώ η χώρα του είναι απομονωμένη στη διεθνή σκηνή», σημειώνει η γαλλική εφημερίδα.«Από τον τρομερό σεισμό που κατέστρεψε την Τουρκία τον Φεβρουάριο, ο Πρόεδρος Ερντογάν και ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχουν δείξει την επιθυμία τους να εργαστούν για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των χωρών τους».
Η γαλλική Le Figaro σημειώνει ότι «ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν πηγαίνει ως φίλος στην Αθήνα» και αναφέρεται στα μέτρα ασφαλείας λόγω της επίσκεψης: «Στο κέντρο της Αθήνας περιπολούν περίπου 3.500 αστυνομικοί, δεκάδες ελεύθεροι σκοπευτές και άνδρες των ειδικών δυνάμεων. Οι διαδηλώσεις ή οι συγκεντρώσεις απαγορεύονται μέχρι τις 6 το απόγευμα σήμερα και ο δρόμος που οδηγεί στο αεροδρόμιο είναι προσωρινά αποκλεισμένος. Μια πεντάωρη επίσκεψη στην ελληνική πρωτεύουσα, τόσο αναμενόμενη όσο και φοβισμένη από τους Έλληνες», γράφει η γαλλική εφημερίδα .
Tagespiegel: «Ρητορική αποκλιμάκωσης»
«Ο Ερντογάν συναντά τον Μητσοτάκη: Θα επιτύχουν συμφιλίωση Τουρκία και Ελλάδα;» διερωτάται στο τίτλο της η γερμανική Tagespiegel. «Η σχέση της Άγκυρας με την Αθήνα δεν είναι και η καλύτερη. Οι σχέσεις είναι τεταμένες εδώ και χρόνια. Υπάρχει αμφισβήτηση, μεταξύ άλλων, για τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και την εκμετάλλευση πρώτων υλών όπως το φυσικό αέριο στην ανατολική Μεσόγειο.
Τώρα ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει να ξεκινήσει μια «νέα εποχή» στις διμερείς σχέσεις με μια επίσκεψη στην Ελλάδα. Μπορεί πραγματικά η συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να επιφέρει αλλαγές; Ο Μπιλγκίν Αγιατά, καθηγητής στο Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, αμφιβάλλει ότι η συνάντηση θα οδηγήσει σε θεμελιωδώς διαφορετικές πολιτικές. «Για χρόνια, ο Ερντογάν και ο Μητσοτάκης έχουν χρησιμοποιήσει επανειλημμένα την ελληνοτουρκική σύγκρουση για να τροφοδοτήσουν τον εσωτερικό εθνικισμό. Αυτό ωφελεί τις εγχώριες και περιφερειακές αξιώσεις ισχύος τους. Επομένως, αμφιβάλλω ότι η συνάντηση στην Αθήνα θα οδηγήσει σε σημαντική συμφιλίωση», λέει ο καθηγητής Αγιατά.
Ο Γενς Μπάστιαν, ερευνητής για θέματα Τουρκίας στο Science and Politics Foundation στο Βερολίνο,πιστεύει ότι η λέξη «συμφιλίωση» είναι πρόωρη. «Λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες και τα γεγονότα στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών τα τελευταία πέντε χρόνια, είναι ήδη πρόοδος αν μπορεί κανείς να μιλήσει για ρητορική αποκλιμάκωση και τα πρώτα ουσιαστικά σημάδια χαλάρωσης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Ωστόσο, η λέξη «συμφιλίωση» είναι πρόωρη.
Ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμφώνησαν σε μια πολιτική ατζέντα και έναν οδικό χάρτη πολλαπλών σταδίων για διμερείς διαβουλεύσεις. Οι νέες μορφές διαλόγου αποσκοπούν στη διερεύνηση διαδικασιών συμβιβασμού σε αμφιλεγόμενα ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο», τονίζει ο Γερμανός ερευνητής. Αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο στις πρόσφατες σχέσεις Άγκυρας και Αθήνας.
«Πολιτική μικρών βημάτων»
Η Deutsche Welle σε ανάλυσή της για την επίσκεψη Ερντογάν, διερωτάται αν πρόκειται για μια «νέα εποχή» και αν «θα πετύχει» η προσέγγιση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας; «Η πρώτη προσπάθεια το 2017 απέτυχε. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας εδώ και περισσότερα από 60 χρόνια που πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα πριν επτά χρόνια. Ωστόσο, όποιος ήλπιζε τότε σε μια ιστορική προσέγγιση, απογοητεύτηκε. Τώρα γίνεται μια νέα προσπάθεια.
Ο Φουάτ Ακσού, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Yildiz, ισχυρίζεται μάλιστα ότι «η Ελλάδα αναμένει από την Τουρκία να ικανοποιεί πάντα τις απαιτήσεις και να κάνει υποχωρήσεις. Αναφερόμενος στον Ψυχρό Πόλεμο, ο Τούρκος καθηγητής κάνει λόγο για «ψυχρή ειρήνη» στο Αιγαίο. «Στην Τουρκία, η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται αναξιόπιστη», δηλώνει ο Τούρκος καθηγητής.
«Οι υψηλές προσδοκίες είναι μάλλον άστοχες», εκτιμά η DW και προσθέτει: «Μια πολιτική μικρών βημάτων θα κάνει τη διαφορά».