Ο γνωστός εργατολόγος Κώστας Τσουκαλάς έκανε την ακόλοθη ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για την πρόταση υποψηφιότητά του στον Δήμο Αθηναίων, με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ:
«Σχετικά με τα δημοσιεύματα περί ενδεχόμενης υποψηφιότητας μου για το Δήμο της Αθήνας.
Μετά από πρωτοβουλία μελών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο συνάδελφος Διονύσης Τεμπονέρας με τον οποίο μας συνδέει γνωριμία ετών και αμοιβαία εκτίμηση απευθύνθηκε σε εμένα με το ερώτημα αν θα έβλεπα θετικά ενδεχόμενη υποψηφιότητα μου για το Δήμο της Αθήνας με την στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ. Απάντησα το κατά την γνώμη μου αυτονόητο. Ότι, σε μια συγκυρία καταγεγραμμένης εκλογικά συντηρητικής παντοδυναμίας, όπως η σημερινή, ενδεχόμενη πρόταση για συμμετοχή σε μια κεντρική πολιτική και αυτοδιοικητική μάχη θα ήταν εξόχως τιμητική και αποτελεί πρόκληση και καθήκον για κάθε ενεργό προοδευτικό πολίτη. Ειδικά όταν αυτή δίνεται απέναντι σε μια αναποτελεσματική και χωρίς όραμα για την πόλη δημοτική αρχή που χρησιμοποιεί την διοίκηση της πρωτεύουσας ως διάδρομο προθέρμανσης πριν την μελλοντική ανέλιξη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και απέναντι στην νεοναζιστική υποψηφιότητα Κασιδιάρη. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Σε κάθε περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα υποψηφιότητας μου αντιπαραθετικά με άλλες υποψηφιότητες σε εσωτερικές κομματικές διαδικασίες. Επίσης δεν έχω καμία σχέση με ενδεχόμενη προσπάθεια καταγραφής εσωτερικών συσχετισμών. Δεν με αφορούσαν ποτέ και δεν με αφορούν .
Έχω εδώ και καιρό εκφράσει δημόσια την άποψη, πως στον Δήμο της Αθήνας και στην Περιφέρεια Αττικής, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ, θα έπρεπε να μην αναλωθούν σε έναν άγονο διαγκωνισμό αυστηρών κομματικών καταγραφών και να έχουν σε κεντρικούς δήμους και περιφέρειες κοινούς υποψηφίους χωρίς στενή κομματική ταυτότητα αλλά με ξεκάθαρο προοδευτικό πολιτικό στίγμα και κοινωνική αξιοπιστία , ώστε να μπορέσουν μέσα από την άθροιση δυνάμεων και την προστιθέμενη αξία της κοινωνικής απεύθυνσης των υποψηφίων να πετύχουν την αλλαγή των συσχετισμών στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Αυτό θεωρώ πως έχει άμεση ανάγκη και ο τόπος και η ευρύτερη δημοκρατική παράταξη, στην οποία ανήκω από την πρώτη μέρα της πολιτικής μου συνειδητοποίησης. Προφανώς υπάρχουν πολλά πρόσωπα με μεγαλύτερη κοινωνική, πολιτική και επιστημονική διαδρομή από τη δική μου που θα μπορούσαν να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας.
Πιστεύω ακράδαντα πως η αλλαγή στο Δήμο της Αθήνας είναι κομβικής σημασίας.
Πρώτον για να φύγει μια κατά κοινή ομολογία, αποτυχημένη δημοτική αρχή, η οποία στερείται ενός σχεδίου για την πόλη, συνδεδεμένου με την ιστορική της δυναμική, την ταυτότητά της και τις σύγχρονες ανάγκες της. Αυτό είναι πολύ ορατό. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες προκλήσεις και δυνατότητες, η παρούσα δημοτική αρχή αναλώνεται σε ένα όχι απλά “μεγάλο” αλλά πραγματικά ατέλειωτο “περίπατο” σπατάλης και ταλαιπωρίας για τους πολίτες της πρωτεύουσας. Η Ελλάδα στο ζήτημα των σχέσεων πρωτεύουσας-περιφερειών, αποτελεί θλιβερή εξαίρεση ιστορικά διαμορφωμένη στον ευρωπαϊκό κανόνα και δομική αιτία οικονομικής, αλλά και γεωπολιτικής υπανάπτυξης. Αυτός ο κύκλος, που άνοιξε από τα μέσα του 20ου αιώνα, είναι ανάγκη κάποτε επιτέλους να τερματιστεί. Η πόλη της Αθήνας, οφείλει να διεκδικήσει έναν ρόλο διαφορετικό, αρμονικό και παραγωγικό σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, αλλά και ως σύγχρονος μητροπολιτικός χώρος με πολυδιάστατη παρουσία στο διεθνές σύστημα, αξιοποιώντας τον παγκόσμιο συμβολισμό της. Αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να τεθούν στο δημόσιο διάλογο με όρους σύγχρονους.
Δεύτερον γιατί χρειάζονται σύγχρονες και δίκαιες απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της στέγασης, των ελεύθερων χώρων, των συγκοινωνιών και των κοινωνικών υποδομών του Δήμου. Και βέβαια στο κορυφαίο ζήτημα της διαδικασίας αποστέρησης της ακίνητης περιουσίας των ευάλωτων πολιτών της Αθήνας και συγκεντροποίησής της από επιχειρηματικά εγχώρια και εξωχώρια συμφέροντα, που επιχειρείται μέσω των μαζικών πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας.
Τρίτον γιατί μετά την πρωτοφανή αύξηση των ποσοστών των κομμάτων της κεντροδεξιάς και της άκρας δεξιάς, αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη για τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς ένα θετικό αποτέλεσμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Κι αυτό όχι για λόγους παραταξιακής αυτοαναφοράς, αλλά για την προσφορά και την υπηρεσία στους πολίτες που οι προοδευτικές δυνάμεις ιστορικά έχουν αποδείξει πως μπορούν να δώσουν.
Τέταρτον, γιατί για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, πρέπει να υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα στην απόλυτη κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης, και η τοπική αυτοδίοικηση ενδείκνυται ως πεδίο ανάπτυξης τέτοιων πρωτοβουλιών.
Πέμπτον γιατί πρέπει να μπει φραγμός στην άνοδο της ακροδεξιάς και την προσπάθεια επανόδου του νεοναζιστικού φαινομένου που απειλεί τη δημοκρατία.
Οι μελλοντικές εξελίξεις δεν θα είναι κατ’ ανάγκη γραμμικές. Η πολιτική δεν είναι αριθμητική. Δεν υπάρχει χρόνος για να σπαταληθεί περαιτέρω. Η προσπάθεια για εξεύρεση υποψηφιότητας κοινής αποδοχής πρέπει να συνεχιστεί μέχρι και την ύστατη ώρα.
Το μέλλον δεν έρχεται μόνο του. Το τώρα είναι η προκαταβολή μας για το αύριο…».