Δόθηκε στη δημοσιότητα η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Κράτος Δικαίου, επισημαίνοντας πως, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για το κράτος δικαίου σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ, η έκθεση έχει καταστεί βασικός μοχλός αλλαγών και θετικών μεταρρυθμίσεων.
Πράγματι, το 65 % των συστάσεων του περασμένου έτους έχουν ληφθεί, πλήρως ή εν μέρει, υπόψη. Αυτό, κατά την Κομισιόν, δείχνει ότι τα κράτη μέλη καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες για να δώσουν συνέχεια στις συστάσεις του προηγούμενου έτους. Δεδομένου ότι οι μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του πλαισίου του κράτους δικαίου απαιτούν χρόνο, αυτό αντικατοπτρίζει μια σημαντική εξέλιξη για ένα μόνο έτος. Ταυτόχρονα, εξακολουθούν να υπάρχουν συστημικές ανησυχίες σε ορισμένα κράτη μέλη.
Η διαφθορά εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρή πηγή ανησυχίας τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις της ΕΕ. Το ειδικό Ευρωβαρόμετρο του 2023 σχετικά με τη στάση των πολιτών απέναντι στη διαφθορά στην ΕΕ δείχνει, για παράδειγμα, ότι η αυξανόμενη πλειονότητα των πολιτών (70 %) και των επιχειρήσεων (65 %), σύμφωνα με το έκτακτο Ευρωβαρόμετρο σχετικά με τη στάση των επιχειρήσεων απέναντι στη διαφθορά στην ΕΕ, πιστεύουν ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη στη χώρα τους. Οι Ευρωπαίοι είναι όλο και πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά τις εθνικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση της διαφθοράς, καθώς περίπου το 67 % θεωρεί ότι οι υποθέσεις διαφθοράς υψηλού επιπέδου δεν διώκονται επαρκώς.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η Ελλάδα θεωρείται χώρα «υψηλού κινδύνου» για το καθεστώς ελευθερίας του Τύπου.
«Η συγκέντρωση των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης διατηρεί το επίπεδο υψηλού κινδύνου σε ολόκληρη την ΕΕ», αναφέρει η έκθεση. Κατά αύξουσα σειρά κινδύνου, σύμφωνα με το φετινό Media Pluralism Monitor: Κροατία, Κύπρος, Ελλάδα, Σλοβενία και Μάλτα, οι οποίες θεωρούνται «υψηλού κινδύνου» … και Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Ουγγαρία, οι οποίες είναι «πολύ υψηλού κινδύνου».
Διαπιστώσεις και συστάσεις για την Ελλάδα
Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων όσον αφορά το κράτος δικαίου του 2022, η Ελλάδα δεν έχει κάνει καμία πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση της ανάγκης για συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας στον διορισμό του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τους διορισμούς δικαστών.
Ομοίως δεν έχει κάνει κάποια πρόοδο όσον αφορά την αύξηση των προσπαθειών για τη δημιουργία ενός ισχυρού ιστορικού διώξεων και τελεσίδικων αποφάσεων σε υποθέσεις διαφθοράς, ούτε πρόοδο στη θέσπιση εγγυήσεων για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της σωματικής ασφάλειας των δημοσιογράφων, σύμφωνα με το Μνημόνιο Συνεννόησης. Πρέπει ακόμη να θεσπιστούν νομοθετικές εγγυήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρωπαϊκά πρότυπα για την προστασία των δημοσιογράφων.
Ωστόσο έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συστηματικής επαλήθευσης της ακρίβειας των γνωστοποιήσεων περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλονται από όλους τους τύπους δημόσιων λειτουργών.
Για Ουγγαρία και Πολωνία
Η έκθεση αναφέρει επίσης τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού εναντίον δημοσιογράφων στην Ελλάδα, την Ουγγαρία και την Πολωνία – όπου εντοπίστηκε ακόμη μία περίπτωση.
«Στην Ουγγαρία, ο κίνδυνος αυθαίρετων αποφάσεων σχετικά με την πορεία των δικαστών αναμένεται να περιοριστεί από έναν νέο νόμο», αναφέρει η έκθεση.
Κομισιόν: Χώρα «υψηλού κινδύνου» η Ελλάδα για την ελευθερία του Τύπου
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι «στην Ουγγαρία, η κυβέρνηση συνέχισε να χρησιμοποιεί εκτενώς τις εξουσίες έκτακτης ανάγκης από το 2020, υπονομεύοντας την ασφάλεια δικαίου και επηρεάζοντας τις δραστηριότητες και τη σταθερότητα των επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά».
Ομοίως, για την Πολωνία, η έκθεση σημειώνει «κάποια πρόοδο» για να καταστεί η εισαγγελία πιο ανεξάρτητη από την κυβέρνηση – για να προσθέσει ότι «οι λειτουργίες του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Γενικού Εισαγγελέα δεν έχουν ακόμη διαχωριστεί».
Σχετικά με τη διαφθορά, η έκθεση σημειώνει ότι σε όλη την Ένωση, «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια στην καταγγελία υποθέσεων διαφθοράς στην πράξη, καθώς λιγότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους (45%) γνωρίζουν πού να κάνουν τις καταγγελίες.
Μπορείτε να δείτε την έκθεση εδώ