Skip to main content

Κ. Σακελλαροπούλου: Οι συνθήκες που καθορίζουν τα σύνορα δεν μπορούν να λήξουν και δεν λήγουν

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI

Λίγες διεθνείς συνθήκες έχουν επιδείξει τόση ανθεκτικότητα όσο η Λωζάννη, ανέφερε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έναρξη των εργασιών του διεθνούς συνεδρίου για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη.

Την έναρξη των εργασιών του διεθνούς συνεδρίου για τα 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης κήρυξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Το συνέδριο συνδιοργανώνουν το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, στη Μεγάλη Αίθουσα του ΕΚΠΑ.

Κατά τις δηλώσεις της, η κ. Σακελλαροπούλου ανέφερε ότι η επέτειος των 100 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης «συνιστά μία εξαιρετική ευκαιρία για να επιβεβαιώσουμε την ισχύ της και το σταθερό πλαίσιο που δημιούργησε, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί πυλώνα ειρήνης στην περιοχή».

«Η Συνθήκη της Λωζάννης είναι πράγματι μια συνθήκη-ορόσημο, η οποία καθιέρωσε τα εθνικά σύνορα στη γειτονιά μας και στη Μέση Ανατολή, με στόχο την αποκατάσταση της ειρήνης μετά τον καταστροφικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επέτειος των εκατό χρόνων από την υπογραφή της συνιστά μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιβεβαιώσουμε την ισχύ της και το σταθερό πλαίσιο που δημιούργησε, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί πυλώνα ειρήνης στην περιοχή», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Παράλληλα, σημείωσε ότι «σύμφωνα με θεμελιώδεις Αρχές του διεθνούς δικαίου, οι συνθήκες που καθορίζουν τα σύνορα δεν μπορούν να λήξουν και δεν λήγουν. Ούτε μπορούν να αναθεωρηθούν μονομερώς από ένα συμβαλλόμενο μέρος, χωρίς τη συναίνεση των άλλων».

Ανέφερε επίσης ότι λίγες διεθνείς συνθήκες έχουν επιδείξει τόση ανθεκτικότητα όσο η Λωζάννη. «Οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής της θα υπονόμευε αναπόφευκτα την ειρήνη και την ισορροπία που έχει παραμείνει αμετάβλητη επί έναν αιώνα», είπε και τόνισε πως «η οριστική εδαφική διευθέτηση αποτελεί τον ίδιο τον ακρογωνιαίο λίθο της Συνθήκης. Μόνο πάνω σε ένα τέτοιο στέρεο θεμέλιο μπορεί να διατηρηθεί η φιλία μεταξύ των λαών και η ειρηνική συνύπαρξη των κρατών».

«Αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της Διάσκεψης της Λωζάννης, από την οποία προέκυψε η ομώνυμη Συνθήκη, ιδίως από ανθρωπιστική άποψη, ήταν η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Πράγματι, αυτή ήταν η μοναδική ανταλλαγή αυτού του είδους στην παγκόσμια ιστορία που πραγματοποιήθηκε δυνάμει σύμβασης μεταξύ κρατών. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, με τη Συνθήκη να ορίζει ρητά το πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των δύο μειονοτήτων. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην ακμάζουσα μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, σε λυπηρή αντίθεση με τη συνεχώς συρρικνούμενη ελληνική μειονότητα της Τουρκίας», είπε, τονίζοντας πως η Συνθήκη «είχε ευρύτερη γεωπολιτική σημασία, καθώς καθόρισε -και συνεχίζει να καθορίζει- τα σύνορα της Τουρκίας με τους γείτονές της, από το νοτιοανατολικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου έως τις βορειοδυτικές παρυφές της Μέσης Ανατολής».

«Καθώς ο αναθεωρητισμός, ο εθνικισμός και η παράνομη επιθετικότητα κάνουν τη δυσοίωνη εμφάνισή τους για μία ακόμα φορά στην ήπειρό μας, παραμένω βέβαιη ότι αυτή η Διάσκεψη θα φωτίσει την κληρονομιά της Λωζάννης ως προτύπου για την οικοδόμηση της ειρήνης, που μπορεί επίσης να εμπνεύσει εμάς και άλλους στο μέλλον», πρόσθεσε.