* Tου Δημήτρη Παπαδημούλη
Μπορεί η κυβέρνηση της ΝΔ να διατυμπανίζει ότι ο μέσος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 1,5% μεταξύ 2021 και 2022, οδηγώντας σε υποτιθέμενη ενίσχυση των εργαζομένων, ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Όπως προκύπτει από σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% μεταξύ του 2021 και του 2022, λόγω πληθωρισμού 9,7%, με την Ελλάδα να αποτελεί τη μόνη χώρα στην ΕΕ, στην οποία η μέση ετήσια μεταβολή των μισθών μεταξύ του 2019 και του 2022 ήταν αρνητική (-0,55%).
Άλλωστε, οι χαμηλότεροι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του κατώτατου μισθού μεταξύ Ιανουαρίου 2013 και Ιανουαρίου 2023 μεταξύ όλων των κρατών-μελών της ΕΕ καταγράφηκαν στη Μάλτα (+1,7%), στη Γαλλία (+ 1,8%) και στην Ελλάδα (+ 2,0%). Παράλληλα, η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στην ΕΕ που έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2010, παρότι βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ στον αριθμό ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο.
Αποτιμώντας τη σχέση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, παρατηρείται μια ξεκάθαρη πορεία απόκλισης από την αρχή της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την κατάργηση του ντροπιαστικού υποκατώτατου μισθού (που οδήγησε σε αύξηση κατά 27% του κατώτατου μισθού για τους νέους έως 25 ετών). Το 2009 ο κατώτατος μισθός ανερχόταν στο 122,14% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, για να διαμορφωθεί, μετά και την πρόσφατη αύξηση, στο 84,33%, επιβεβαιώνοντας τη χρόνια υστέρηση του αποδοχών των μισθωτών.
Η περίοδος διακυβέρνησης Μητσοτάκη χαρακτηρίζεται από τη φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης και την αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους. Το 2022 αποτελεί άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της έκρηξης των οικονομικών ανισοτήτων. Σε σχέση με το 2019, αυξήθηκε κατά 7% ο αριθμός όσων είχαν μηδενικά εισοδήματα και κατά 11% ο αριθμός των πολιτών με ετήσιο εισόδημα έως 5.000 ευρώ. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε κατά 23% ο αριθμός των φορολογούμενων με εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ, ενώ ο αριθμός των φορολογούμενων μειώθηκε σε όλες τις άλλες κλίμακες (από 5.000 έως και 100.000 ευρώ ετησίως) ανάμεσα στο 2019 και στο 2022.
H συγκέντρωση κεφαλαίου σε λίγους και ισχυρούς αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 45,7% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (ποσοστό αυξημένο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020) έναντι μόλις 9,6% που κατέχει το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα (ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020).
Η Ελλάδα βρίσκεται στη 19η θέση της ΕΕ με βάση την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού. Σε χώρες με χαμηλότερο ονομαστικό κατώτατο μισθό από την Ελλάδα, όπως η Ρουμανία, η Κροατία, η Πολωνία και η Λιθουανία, η αγοραστική δύναμη είναι σημαντικά υψηλότερη (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Πολωνία, όπου με χαμηλότερες αποδοχές κατά 18,17%, ο κατώτατος μισθός έχει 34,47% μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη).
Με βάση όλες τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά την τριετία 2022-2024 αναμένεται να απωλέσουν περίπου το 20% του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης, εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών (ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός εκτιμάται σε περίπου 10%, 4,5% και 2,4% το 2022, το 2023 και το 2024 αντίστοιχα).
Επί διακυβέρνησης ΝΔ, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα έσπασε ρεκόρ δεκαετίας (+15,5%, τον περασμένο Δεκέμβριο). Επιπλέον, η Ελλάδα έχει «αναδειχθεί» σε ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στο στεγαστικό κόστος σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, αλλά και στις οφειλές που σχετίζονται με την κάλυψη στεγαστικών δαπανών (στεγαστικά δάνεια, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας κοκ). Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα παραμένει σταθερά στις πρώτες θέσεις πανευρωπαϊκά αλλά και παγκοσμίως στις τιμές της βενζίνης.
Το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις αφορούν προϊόντα και υπηρεσίες που καλύπτουν βασικές κοινωνικές ανάγκες αποδεικνύει ότι πλήττονται δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Για να αναχαιτιστεί η συνεχιζόμενη αύξηση των ανισοτήτων, χρειάζεται να ηττηθεί η ελιτίστικη πολιτική της ΝΔ που, με επικοινωνιακά τεχνάσματα, προωθεί την αισχροκέρδεια λίγων και ισχυρών, χωρίς το παραμικρό κοινωνικό αποτύπωμα («καλάθια» του νοικοκυριού, κουπόνια κλπ.). Η απαξίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας από την κυβέρνηση καθιστά αδήριτη ανάγκη μια προοδευτική διακυβέρνηση προς όφελος των πολλών και με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη. Την πνοή αυτή μπορεί να προσφέρει η νίκη και η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές της 21ης Μαΐου, ο οποίος έχει προχωρήσει σε συγκεκριμένες, κοστολογημένες και ρεαλιστικές προτάσεις για μείωση των ειδικών φόρων και του ΦΠΑ στα καύσιμα και σε βασικά είδη διατροφής, για γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού με αυτόματη ετήσια τιμαριθμική προσαρμογή, για φορολόγηση των υπερκερδών των μεγάλων επιχειρήσεων και για αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης.
* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία