Χρειάζεται ειδική νομοθετική ρύθμιση, προκειμένου να μπορουν να φορολογηθούν οι αποδοχές των Ελλήνων ευρωβουλευτών από το ελληνικό Δημόσιο και να επιβληθεί εισφορά αλληλεγγύης, επισημαίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), κρίνοντας άκυρη τη σχετική απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), για λόγους νομιμότητας, αλλά και ασφάλειας δικαίου.
Όπως υποστηρίζει εκτός άλλων το ΣτΕ, η αποζημίωση του Ευρωβουλευτή δεν έχει το χαρακτήρα μισθού, ούτε εισοδήματος από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος από το 2009 και εφεξής βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημειώνεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη μετά από προσφυγή του ευρωβουλευτή Νότη Μαριά, πως η συγκεκριμένη απόφαση της ΑΑΔΕ, η οποία εκδόθηκε μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, παραβιάζει το Σύνταγμα.
Αναλυτικά η απόφαση του ΣτΕ
Η καταβαλλόμενη στον Ευρωβουλευτή αποζημίωση συνιστά εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, διασφαλίζει δε πρωτίστως ότι ασκεί την εντολή του χωρίς να δεσμεύεται από οδηγίες – εντολές, δεδομένου ότι, ενόψει του ικανοποιητικού ύψους της, τον καθιστά λιγότερο ευάλωτο-εκτεθειμένο σε έξωθεν παρεμβάσεις προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών οικονομικών συμφερόντων και εντεύθεν προτάσεων οικονομικών συναλλαγών με αυτόν.
Η αποζημίωση δεν καλύπτει την απώλεια εσόδων που συνεπάγεται η άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του, δεδομένου ότι ο Ευρωβουλευτής δεν υποχρεούται να διατηρεί κατοικία στους τόπους εργασιών του Ευρωκοινοβουλίου και ως εκ τούτου δεν απομακρύνεται, κατά τη διάρκεια της θητείας του, σε μόνιμη-διαρκή βάση από τον τόπο που ασκεί το επαγγελματικό-βιοποριστικό του έργο.
Ο Ευρωβουλευτής δεν συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση με σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αποτελεί μέλος θεσμικού οργάνου αυτής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η αποζημίωση του Ευρωβουλευτή δεν έχει το χαρακτήρα μισθού, ούτε εισοδήματος από άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, από το 2009 και εφεξής βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και υπόκειται, καταρχήν, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 της απόφασης 2005/684/ΕΚ, σε φόρο υπέρ της Ένωσης.
Προκειμένου, ο Έλληνας νομοθέτης να υπαγάγει την αποζημίωση αυτή σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης με βάση την εθνική νομοθεσία, ασκώντας την κατ’ άρθρο 12 παρ. 3 της απόφασης 2005/684/ΕΚ ευχέρεια που του παρέχεται, πρέπει, σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου, αλλά και της σαφήνειας και προβλέψιμης εφαρμογής των εκάστοτε θεσπιζόμενων κανονιστικών ρυθμίσεων, όπως ιδίως εκείνων με τις οποίες επιβάλλονται φόροι, τέλη, εισφορές κ.λπ., τηρώντας, παράλληλα, την επιταγή του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος να θεσπίσει νέα, σαφή, ειδική διάταξη τυπικού νόμου, εντασσόμενη στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με την οποία είτε θα υπαγάγει την εν λόγω αποζημίωση (και τη μεταβατική) ευθέως στις διατάξεις περί φορολόγησης μισθωτών υπηρεσιών είτε εμμέσως θεωρώντας αυτήν κατά πλάσμα δικαίου ως εισόδημα από μισθωτή υπηρεσία.
Μη νόμιμη η το πρώτον υπαγωγή της αποζημίωσης του Ευρωβουλευτή σε φόρο εισοδήματος ως εισόδημα από μισθωτή εργασία με κανονιστική πράξη του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε, μη δημοσιευθείσα, εξάλλου, στο Φ.Ε.Κ.. Ακύρωση αυτής για λόγους νομιμότητας, αλλά και ασφάλειας δικαίου, ενόψει και της εφαρμογής της.