Όσο και αν στην Ελλάδα τείνουμε να «πέφτουμε από τα σύννεφα» κάθε φορά που ξεσπά ένα σκάνδαλο, στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, στα πηγαδάκια Ευρωβουλευτών και δημοσιογράφων το τελευταίο διάστημα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ομολογούν: Το Qatargate ή τέλος πάντων ένα μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς, σύγκρουσης συμφερόντων ή απάτης ήταν μάλλον θέμα χρόνου.
Όχι γιατί έχουν κάποια ροπή σε παρατυπίες και παρανομίες Έλληνες, Ιταλοί, Πολωνοί ή Γερμανοί. Αλλά γιατί όταν ένας θεσμός, που λαμβάνει κρίσιμες για τη ζωή μας αποφάσεις και καταθέτει προτάσεις δισεκατομμυρίων, χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαλαρούς κανόνες και ακόμη πιο χαλαρούς μηχανισμούς εποπτείας, οι βαλίτσες με τα μετρητά δεν θα αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους. Το βασικό πρόβλημα με το Ευρωκοινοβούλιο είναι πως ενώ καλείται να ελέγχει (και είναι εξαιρετικά σημαντική η συμβολή του σε αυτό το μέτωπο) την εκτελεστική εξουσία, το ίδιο δεν έχει εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου.
«Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δέχεται επίθεση, όπως είπε η Πρόεδρος Ρομπέρτα Μέτσολα την περασμένη Δευτέρα, αυτό είναι τουλάχιστον εν μέρει το αποτέλεσμα σκληρής αντίστασης σε οποιαδήποτε προσπάθεια να κλείσουν τα παραθυράκια. Επανειλημμένα τα μέλη του κοινοβουλίου αντιστάθηκαν σε προτάσεις για να ρίξουν περισσότερο φως στο έργο τους και απέρριπταν ως αβάσιμη την κριτική για ελλιπή επιβολή των κανόνων που ήδη ισχύουν» γράφει χαρακτηριστικά το Politico.
Και ενώ καμία διάθεση αυξημένου ελέγχου και μηχανισμών διαφάνειας και λογοδοσίας δεν υπήρχε, οι Ευρωβουλευτές επωφελούνταν από προνόμια, «που θα έκαναν ακόμη και τον Οίκο των Μποργκέζε να κοκκινήσει» όπως σχολιάζει ο αρθογράφος.
Ποια είναι αυτά; Οι ευρωβουλευτές λαμβάνουν ακαθάριστο μισθό περίπου 9.400 ευρώ το μήνα, αλλά τους επιτρέπεται επίσης να κατέχουν δεύτερη (και τρίτη και τέταρτη και …) θέση εργασίας. Και περίπου το ένα τέταρτο των ευρωβουλευτών κάνει ακριβώς αυτό, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2021. Ξεχωρίζει στην έκθεση η περίπτωση του Ιταλού Σάντρο Γκόζι – είχε 20 “πάρεργα”, κερδίζοντας εισόδημα τουλάχιστον 360.000 ευρώ το χρόνο, σύμφωνα με τις οικονομικές του δηλώσεις. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι ο Γκόζι έχει περιορίσει τις δραστηριότητές του. Έχει πλέον 13 θέσεις μόνο.
Και για να μην νομίζει κανείς ότι όλα αυτά είναι «προνόμιο» των Νοτίων. Αναφορά γίνεται και στη Φινλανδή Μιαπέτρα Κούμπουλα Νάτρι, «η οποία κατείχε θέση στα διοικητικά συμβούλια δύο ενεργειακών εταιρειών στη χώρα καταγωγής της ενώ υπηρετούσε ως μέλος της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας» σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια.
Όσο για τον Γερμανό Ευρωβουλευτή, Μάρκους Φέμπερ, διαφήμιζε σε CEOs εταιρειών συμβουλευτικές υπηρεσίες. Τι θα έκανε ως σύμβουλος ο Φέμπερ; Θα τους βοηθούσε στην εφαρμογή των νέων οικονομικών κανόνων, στη συγγραφή των οποίων είχε συμβάλλει. Ήταν μία κραυγαλέα περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, αλλά ο τότε Πρόεδρος του Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι «κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει παραβίαση του Κώδικα Συμπεριφοράς», όπως ανακοίνωσε ένας βοηθός του τότε.
Πέρα από τους μισθούς τους και τη δυνατότητα να έχουν όσες άλλες έμμισθες θέσεις επιθυμούν, οι Ευρωβουλευτές λαμβάνουν μηνιαίο επίδομα ταξιδιού 4.700 ευρώ και «επίδομα γενικών δαπανών» 4.800 ευρώ. Αυτό προορίζεται να δαπανηθεί σε πράγματα όπως η ενοικίαση γραφείων, οι συνδέσεις στο Διαδίκτυο και η οργάνωση συναντήσεων — αλλά κανείς δεν ξέρει αν όντως τα χρήματα κατευθύνονται σε τέτοιους σκοπούς, ακριβώς επειδή κανείς δεν έχει υποχρέωση να το ελέγξει.
Η ειρωνεία είναι πως οι υψηλές αμοιβές και τα επιδόματα έχουν ακριβώς στόχο να διασφαλίσουν πως οι Ευρωβουλευτές δεν έχουν ανάγκη να χρηματιστούν. Και αυτό έχει φυσικά τη λογική του. Αλλά όταν αφήνεις κάποιον εντελώς ανεξέλεγκτο, δεν μπορείς να ποντάρεις στο ότι θα δράσει «ορθολογικά».
Τον Οκτώβριο, η ηγεσία του Κοινοβουλίου ψήφισε να μην απαιτείται πλέον από τους ευρωβουλευτές να παρέχουν αποδείξεις για τα χρήματα που ξόδεψαν. «Δεν πρόκειται για χαλάρωση των κανόνων, αλλά για βελτίωση της διαφάνειας και της λογοδοσίας», είχε δηλώσεις τότε εκπρόσωπος του κοινοβουλίου στο Politico.
Οι Ευρωβουλευτές αντιστάθηκαν επίσης στις εκκλήσεις να αναφέρουν όλες τις συναντήσεις τους με εξωτερικούς λομπίστες. Απαιτείται μόνο για τους επικεφαλής των επιτροπών και τους εισηγητές — και αυτές οι απαιτήσεις έχουν ασυνεπή ποσοστά συμμόρφωσης. Επιπλέον, οι λεγόμενες ομάδες φιλίας — που συχνά λειτουργούν από πρεσβείες ξένων χωρών και ομάδες συμφερόντων — δημιουργούν ένα κοινό επιρρεπές σε προπαγάνδα και ανταλλάγματα.