Καθώς η βελγική αστυνομία εξαπέλυε ένα δεύτερο κύμα επιδρομών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έκπληκτη η ελίτ των Βρυξελλών άρχισε να αντιμετωπίζει ένα άβολο ερώτημα στο επίκεντρο της έρευνας για το Qatargate: Πόσο βαθιά πάει η σήψη; Μέχρι στιγμής, οι έρευνες της αστυνομίας που ξεκίνησε ο Βέλγος εισαγγελέας Μισέλ έχουν οδηγήσει τέσσερις ανθρώπους στη φυλακή, συμπεριλαμβανομένης της αντιπροέδρου του κοινοβουλίου Εύας Καϊλή, με κατηγορίες για διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Τι πρέπει όμως να περιμένουμε στο εξής;
Η πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Ρομπέρτα Μετσόλα ανακοίνωσε ήδη από χθες το τέλος της θητείας της Εύας Καϊλή στη θέση της αντιπροέδρου του, αποφεύγοντας μάλιστα να αναφερθεί ονομαστικά στο πρόσωπο της λέγοντας πως η ευρωπαϊκή Δημοκρατία δέχεται επίθεση. Σήμερα, στη διάσκεψη των προέδρων θα συζητηθεί η ενεργοποίηση του άρθρου 21 για την επίσημη λήξη της θητείας της κ. Καϊλή.
Μετά το αρχικό σοκ, αρκετοί αξιωματούχοι του Ευρωκοινοβουλίου είπαν στο POLITICO ότι πίστευαν πως οι κατηγορίες θα περιορίζονταν σε «λίγα άτομα» που είχαν παραστρατήσει έχοντας δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά από συμφέροντα του Κατάρ. Αλλά αυτή η θεωρία είχε αρχίσει να φθείρει από το βράδυ της Δευτέρας, καθώς η βελγική αστυνομία πραγματοποίησε νέα σειρά επιδρομών στα γραφεία του Κοινοβουλίου, τη στιγμή που οι βουλευτές συγκεντρώνονταν στο Στρασβούργο, για την πρώτη τους συνεδρίαση μετά την είδηση των συλλήψεων την Παρασκευή.
Τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ στα χέρια των αρχών
Με 19 κατοικίες και γραφεία να ερευνώνται – εκτός από εκείνα στο Ευρωκοινοβούλιο – ανακτήθηκαν ποσά τουλάχιστον 1 εκατομμυρίου ευρώ. Ορισμένοι αξιωματούχοι και ακτιβιστές της ΕΕ είπαν ότι πίστευαν ότι θα μπουν περισσότερα ονόματα στο διευρυνόμενο δίκτυο – και ότι το σκάνδαλο δωροδοκίας του Κατάρ ήταν σύμπτωμα ενός πολύ βαθύτερου και πιο διαδεδομένου προβλήματος διαφθοράς όχι μόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Στο Κοινοβούλιο, η χαλαρή επίβλεψη των οικονομικών δραστηριοτήτων των μελών και το γεγονός ότι τα κράτη ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν μαζί τους χωρίς ποτέ να καταγράψουν τις συναντήσεις σε δημόσιο μητρώο ισοδυναμεί με συνταγή διαφθοράς, σημειώνουν πηγές στο Politico. Πέρα από το Κοινοβούλιο, υπέδειξαν τις περιστρεφόμενες πόρτες ανώτερων αξιωματούχων που κατευθύνονται για να εξυπηρετήσουν ιδιωτικά συμφέροντα μετά από μια θητεία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή το Συμβούλιο ως απόδειξη ότι απαιτείται σκληρότερη εποπτεία των θεσμών.
Το παράδειγμα της Επιτροπής Σαντέρ
Άλλοι επικαλέστηκαν την κληρονομιά της Επιτροπής Ζακ Σαντέρ —η οποία παραιτήθηκε μαζικά το 1999— ως απόδειξη ότι κανένα θεσμικό όργανο της ΕΕ δεν είναι απρόσβλητο από παράνομη επιρροή. «Τα δικαστήρια θα καθορίσουν ποιος είναι ένοχος, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν είναι μόνο το Κατάρ και δεν είναι μόνο τα άτομα που έχουν κατονομαστεί που εμπλέκονται» σε επιχειρήσεις ξένης επιρροής, σχολίασε ο Ραφαέλ Γκλουσκμάν, Γάλλος Ευρωβουλευτής από τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες.
Ο Μιχιελ φαν Χούλτεν, πρώην βουλευτής που τώρα ηγείται του γραφείου της Διεθνούς Διαφάνειας στην ΕΕ, είπε ότι ενώ οι κραυγαλέες περιπτώσεις διαφθοράς που αφορούσαν σακούλες με μετρητά ήταν σπάνιες, «είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν ονόματα σε αυτό το σκάνδαλο που δεν έχουμε ακούσει ακόμη. Υπάρχει αδικαιολόγητη επιρροή σε μια κλίμακα που δεν έχουμε δει μέχρι στιγμής. Δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει τσάντες μετρητών. Μπορεί να περιλαμβάνει ταξίδια σε μακρινούς προορισμούς που πληρώνονται από ξένους οργανισμούς — και υπό αυτή την έννοια υπάρχει ένα πιο διαδεδομένο πρόβλημα».
Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι το Ευρωκοινοβούλιο δεν διαθέτει ενσωματωμένα μέτρα προστασίας για πληροφοριοδότες, παρά το γεγονός ότι ψήφισε υπέρ τέτοιων προστασιών για τους πολίτες της ΕΕ.
Το 1998, ήταν ένας πληροφοριοδότης που κατήγγειλε την κακοδιαχείριση στην Επιτροπή Santer που προκάλεσε μαζική παραίτηση της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ. Ο Γκλουκσμάν υπογράμμισε την ανάγκη για «εξαιρετικά βαθιές μεταρρυθμίσεις» σε ένα σύστημα που επιτρέπει στους νομοθέτες να κατέχουν περισσότερες από μία θέσεις εργασίας, αφήνει την εποπτεία των προσωπικών οικονομικών σε μια αυτορυθμιζόμενη επιτροπή που στελεχώνεται από νομοθέτες και παρέχει στους κρατικούς φορείς πρόσβαση στους νομοθέτες χωρίς να χρειάζεται να δηλώνουν δημοσίως ποιους συναντούν.