Με τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η οποία τη χαρακτήρισε «αόριστη, πρόχειρη και αλυσιτελή», απορρίφθηκε η ένσταση αντισυνταγματικότητας που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των προσωπικών επικοινωνιών πολιτών.
Υπέρ της ένστασης αντισυνταγματικότητας τάχθηκαν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έκαναν λόγο για σαφή παραβίαση κρίσιμων διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν το κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών ελευθεριών και του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτών.
«Είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο το τοπίο. Δεν τίθεται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας», τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, απορρίπτοντας την ένσταση αντισυνταγματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ.
«Το Σύνταγμα ιεραρχεί τους κανόνες δικαίου και οι νόμοι και τα προεδρικά διατάγματα, οι υπουργικές αποφάσεις εκδίδουν τις κανονιστικές πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 9 του συντάγματος λέει ότι νόμος ορίζει. Δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Νωρίτερα, αιτιολογώντας την ένσταση αντισυνταγματικότητας ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Τζανακόπουλος, υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο παραβιάζει απολύτως τον πυρήνα των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών και του κράτους δικαίου.
Όπως υποστήριξε ο κ. Τζανακόπουλος, το νομοσχέδιο, «μετατρέπει σε κανόνα το εύρος των δυνατοτήτων των κρατικών υπηρεσιών να άρουν το απόρρητο των επικοινωνιών και καθιστά στην απόλυτη ευχέρεια του διοικητή της ΕΥΠ ή του εισαγγελέα την άρση».
«Ο ορισμός του συντάγματος που ισχύει για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα είναι πολύ πιο στενός με τον ισχύοντα νόμο από ότι προβλέπεται στο νομοσχέδιο.
Εσείς όμως για την διακρίβωση ιδιαιτέρων σοβαρών εγκλημάτων έχετε προβλέψει το μισό ποινικό κώδικα και είναι τόσο μεγάλος που η εξαίρεση για την άρση καθίσταται κανόνας», επεσήμανε.
Σύμφωνα με τον κ. Τζανακόπουλο, «είναι προβληματικό το νομοσχέδιο ως προς το σύστημα των δικαιοκρατικών εγγυήσεων και της προστασίας των θιγομένων.
Η ΑΔΑΕ πρέπει να έχει τον έλεγχο του συνόλου του φακέλου και την δυνατότητα να ελέγχει κατά πόσο η διάταξη για την άρση του απορρήτου τηρεί την αναλογικότητα και την αναγκαιότητα.
Με πρωτοφανή διάταξη η απαγόρευση των λογισμικών γίνεται με απόφαση της ΕΥΠ χωρίς αιτιολόγηση.
Απαγορεύεται η προμήθεια κακόβουλων λογισμικών αλλά το δημόσιο θα μπορεί να τα προμηθευτεί με προεδρικό διάταγμα.
Αίρεται το αξιόποινο για τους δημόσιους φορείς που προμηθεύονται παράνομα λογισμικά.
Ο θιγόμενος θα ενημερώνεται όχι για το περιεχόμενο αλλά για το λόγο που παρακολουθείται μετά από τρία χρόνια ενώ δεν έχει τη δυνατότητα άσκησης ένδικου μέσου.
Για πρώτη φορά αφαιρείται η κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τον θιγόμενο ενώ εκχωρείται σε τριμερή επιτροπή η άρση του απορρήτου με τη συμμετοχή του εισαγγελέα που έχει υπογράψει τη διάταξη».
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Ευριπίδης Στυλιανίδης, χαρακτήρισε την ένσταση αντισυνταγματικότητας «και πρόχειρη και αόριστη», αντιτείνοντας ότι «βασίζεται στις αρχικές επισημάνσεις που είχαν γίνει επί του αρχικού κειμένου του νομοσχεδίου» και πρόσθεσε ότι «παραβλέπεται εσκεμμένα και δεν λαμβάνεται υπόψη ότι το 70% των προτάσεων των φορέων έγιναν δεκτές».
«Δεν νομοθετούμε σε κενό. Αντίθετα ερχόμαστε, σε μια εποχή νέων τεχνολογικών εξελίξεων να εξειδικεύσουμε τους όρους για να προστατεύσουμε τα δικαιώματα των πολιτών. Αυστηριοποιείται το σύστημα για την καλύτερη προστασία των πολιτών. Προσπαθήσαμε να εξισορροπήσουμε ανάμεσα στην εθνική θωράκιση της ασφάλειας της χώρας και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και των ατομικών ελευθεριών. Δεν προσχωρούμε σε ένα άκρατο δικαιοματισμό. Όσα ίσχυαν για την προστασία των πολιτών συνεχίζουν να ισχύουν και ο ρόλος της ΑΔΑΕ είναι ανέγγιχτος», τόνισε ο κ. Στυλιανίδης και πρόσθεσε:
«Πιστεύετε ότι η ΑΔΑΕ θα μπορούσε να αξιολογήσει καλύτερα από ότι η ΕΥΠ, την ανάγκη άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας ή ιδιαιτέρων σοβαρών ζητημάτων; Η ΕΥΠ έρχεται και αποφασίζει μαζί με δύο εισαγγελείς και τεκμηριωμένα να διαταχθεί άρση του απορρήτου. Η ΑΔΑΕ συνεχίζει το έργο της ως θεσμικό αντίβαρο και έτσι συμβάλει στη καλύτερη δημοκρατία. Επομένως, δεν μπορεί να κυβερνά και να διοικεί η ΑΔΑΕ αλλά ο ρόλος της είναι να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών». Ο κ. Στυλιανίδης επέμεινε ότι «οριοθετούνται επακριβώς οι όροι εθνικής ασφαλείας».
«Με το νομοσχέδιο ισορροπούμε ανάμεσα στην προστασία της εθνικής ασφάλειας της χώρας και την απόλυτη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων όπως προβλέπονται στο πυρήνα των συνταγματικών αξιών και όχι μόνο δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας αλλά ο νόμος έρχεται για να εφαρμόσει το Σύνταγμα», κατέληξε.
Ο γενικός εισηγητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Χάρης Καστανίδης, συντάχθηκε με την ένσταση αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, τονίζοντας ότι είναι προφανείς οι αντισυνταγματικές αναφορές του νομοσχεδίου σε διατάξεις.
Όπως είπε, «παραβιάζεται ευθέως το άρθρο 12 του Συντάγματος που ορίζει ότι τιμωρείται με ποινή φυλάκισης όποιος πωλεί προμηθεύει, διακινεί παράνομα λογισμικά ενώ με τη νέα διάταξη η απόφαση αυτή μεταφέρεται στον διοικητή της ΕΥΠ». «Τα κακόβουλα λογισμικά μετατρέπονται σε καλόβουλα λογισμικά όταν πρόκειται να το αγοράσει δημόσια αρχή με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί μετά από απόφαση τριών υπουργών. Το συνταγματικό άρθρο ορίζει ρητά ότι η κατ’ εξουσιοδότηση γίνεται με νόμο, δεν μπορεί με προεδρικό διάταγμα», σημείωσε.
Ακόμα, υποστήριξε ότι «είναι αόριστη η διατύπωση για την άρση του απορρήτου ενώ το σύνταγμα ορίζει ρητά ότι μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για την διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων μπορεί να γίνει». «Στο άρθρο του ποινικού κώδικα ο Έλληνας νομοθέτης ορίζει ποιες ειδικές ανακριτικές πράξεις συντελούνται που επιτρέπει την άρση του απορρήτου για συγκεκριμένα εγκλήματα ενώ η κυβέρνηση ορίζει την άρση βάσει του μισού ποινικού κώδικα και σωρεία πλημμελημάτων. Αυτό είναι μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στον προηγούμενο ποινικό νομοθέτη και τον σημερινό νομοθέτη» ανέφερε.
«Στηρίζουμε την ένσταση αντισυνταγματικότητας. Με το νομοσχέδιο καταστρατηγείται το Σύνταγμα που ορίζει ότι προστατεύεται το απόρρητο των επικοινωνιών και οι ατομικές ελευθερίες των πολιτών και δημιουργείται μια κατάσταση πλήρους ασυδοσίας», τόνισε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Θανάσης Παφίλης.
«Εμείς, για λόγοyς αρχής και ηθικής τάξης καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο και υπερψηφίζουμε την ένσταση αντισυνταγματικότητας», υπογράμμισε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Χήτας.
Η γενική εισηγήτρια του ΜεΡΑ25, Σοφία Σακοράφα, δήλωσε ότι «είναι βάσιμη η ένσταση αντισυνταγματικότητας του ΣΥΡΙΖΑ» για αυτό το κόμμα της την υπερψηφίζει.
«Η τήρηση της συνταγματικής τάξης είναι βασική υποχρέωση όλων μας επομένως για αυτούς που είτε εισηγούνται είτε ψηφίζουν το νομοσχέδιο μένει ανοιχτό το ζήτημα για τους παραβάτες», πρόσθεσε.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Ραγκούσης, κατηγόρησε τη κυβέρνηση ότι «κατακρεουργεί το Σύνταγμα» και πρόσθεσε ότι «έχει αποφασίσει σε ομαδική αυτοκτονία η παράταξη της ΝΔ που έχει τη δική της δημοκρατική συμμετοχή στο δημοκρατικό Σύνταγμα της χώρας». «Από δόλο και συνειδητά γίνεται από τη κυβέρνηση μια ύστατη προσπάθεια να κουκουλώσει το σκάνδαλο των υποκλοπών με συνταγματική εκτροπή», κατέληξε.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ, Χάρης Θεοχάρης, χαρακτήρισε, ασαφή, πρόχειρη, αλυσιτελή και απαράδεκτη, την ένσταση αντισυνταγματικότητας.
«Ανάγεται τη πολιτική αντιπαράθεση σε αντισυνταγματική αντιπαράθεση. Ο ορισμός της εθνικής ασφάλειας που μέχρι σήμερα ήταν αόριστος πλέον γίνεται σαφέστατος, η ΑΔΑΕ ενημερώνεται άμεσα για τις παρακολουθήσεις και σε ότι αφορά την αρμοδιότητα της ΕΥΠ για τα λογισμικά, οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι τέτοιες που δεν μπορούμε να περιμένουμε», αντέτεινε ο κ. Θεοχάρης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ