Skip to main content

DW: «Δεν έχουν αλλάξει τα γερμανικά συμφέροντα στην Τουρκία»

Τον Σεπτέμβριο συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον Ιανουάριο 100 χρόνια από τη υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 γίνεται αισίως 75 ετών. Αμφότερες έθεσαν τις βάσεις του διεθνούς δικαίου για την οριστική ρύθμιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Εν έτει 2022 η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο αμφισβείται ξανά δίχως περιστροφές από μέλη της τουρκικής κυβέρνησης.  Πόσο σοβαρά πρέπει να πάρει η Ελλάδα αυτή την αμφισβήτηση;

«Μεσοπρόθεσμα, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, γιατί πρόκειται για μια θέση την οποία συμμερίζονται τόσο η  τουρκική κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση. Βραχυπρόθεσμα δεν βλέπω κανένα σημαντικό κίνδυνο κλιμάκωσης αυτή τη στιγμή. Η Τουρκία προσπαθεί επί του παρόντος να εξομαλύνει τα πράγματα με τις άλλες χώρες που συνορεύουν μαζί της στην ανατολική Μεσόγειο. Μια κλιμάκωση στα νησιά θα ήταν αντιπαραγωγική» αναφέρει σε συνέντευξή του στο ελληνικό πρόγραμμα της DW ο Γκύντερ Ζόιφερτ, επικεφαλής του Κέντρου Εφαρμοσμένων Τουρκικών Σπουδών στο σημαντικό Ίδρυμα Επιστήμης και Πολιτικής του Βερολίνου.

Ο ίδιος ως δημοσιογράφος, ερευνητής και πανεπιστημιακός έχει μελετήσει σε βάθος τα ιστορικοπολιτικά τεκταινόμενα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Για τον ίδιο η αποστολή του τουρκικού ερευνητικού πλοίου Αμντουλχαμίντ Χαν στην περιοχή της ΝΑ Μεοσγείου κοντά στην Κύπρο δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη. «Η Κύπρος  και η Ελλάδα, αλλά και άλλες οι ευρωπαϊκές χώρες που συνορεύουν με την Τουρκία συνηθίζουν ολοένα περισσότερο το γεγονός ότι η Τουρκία δημιουργεί τετελεσμένα στην περιοχή. Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να προκύψει πόλεμος αυτή τη στιγμή», εκτιμά ο Γκ. Ζόιφερτ.

Πιο επικίνδυνη η στρατηγική Ερντογάν στην Κύπρο

Τι επιδιώκει όμως τελικά  ο Ταγίπ Ερντογάν με την πολιτική όξυνσης που φτάνει πλέον μέχρι την ανοιχτή αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο; Για τον Ζόιφερτ είναι ζήτημα εσωτερικής πολιτικής. Όπως παρατηρεί, «όσο περισσότερο αποφασιστική είναι η κυβέρνηση, τόσο περισσότερη δημόσια αναγνώριση θα λάβει στην Τουρκία. Άλλωστε ούτε η αντιπολίτευση έχει στην πραγματικότητα αντίθετη άποψη. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Τουρκία έχει αποδεχθεί τη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα εδώ και δεκαετίες και τώρα, αίφνης, την κάνει ξανά θέμα.»

Ο Γερμανός ειδικός πάντως διαχωρίζει την περίπτωση της Ελλάδας από εκείνη της Κύπρου. Συγκεκριμένα για την Κύπρο και τους Τουρκοκύπριους σημειώνει: «Από την εκλογή του Ερσίν Τατάρ ως ‘προέδρου’ της Βόρειας Κύπρου, εφαρμόζεται βήμα-βήμα μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική. Εάν η κυβέρνηση Ερντογάν παραμείνει στην εξουσία, εάν οι σχέσεις με την Ευρώπη δεν βελτιωθούν και εαν η οικονομική πίεση στην τουρκική κυβέρνηση μειωθεί, αναμένω ότι η τουρκική κυβέρνηση θα πείσει το ένα ή το άλλο κράτος να αναγνωρίσουν την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, επιτυγχάνοντας την οριστική διχοτόμηση της Κύπρου».

Έχει αλλάξει μόνο η υπ. Εξωτερικών

Κληθείς να σχολιάσει  την στήριξη της Γερμανίδας υπ. Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ προς την Ελλάδα στο θέμα της κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου κατά το πρόσφατο ταξίδι της σε Αθήνα, Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα,  ο Γκύντερ Ζόιφερτ απαντά: «Οι Πράσινοι είχαν ανακοινώσει στο προεκλογικό τους πρόγραμμα ότι θα ακολουθούσαν μια πολιτική αρχών έναντι της Τουρκίας και θα έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Το 2020, η διαμάχη μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας αφορούσε τις ΑΟΖ. Δεδομένου ότι όλες οι πλευρές έχουν μαξιμαλιστικές θέσεις επ’ αυτού, δεν ήταν δύσκολο για τη Γερμανία να ακολουθήσει μια ισορροπημένη πολιτική. Από την άλλη, όσον αφορά το καθεστώς των ελληνικών νησιών, δεν υπάρχουν πολλά προς συζήτηση». Η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου είναι και πρέπει να θεωρείται δεδομένα, εκτιμά ο Γκύντερ Ζόιφερτ.

Όσο για το αν μπορεί να κάνει κανείς λόγο για μια «νέα γερμανική πολιτική» έναντι της Τουρκίας απαντά:

«Τα συμφέροντα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Η γερμανική κυβέρνηση εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για καλές σχέσεις με την Τουρκία. Οι δύο χώρες είναι πολύ στενά συνυφασμένες οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Πιθανώς ούτε η Γερμανία ούτε η Τουρκία έχουν τόσο πολυεπίπεδοες σχέσεις με καμία άλλη χώρα, όσο μεταξύ τους. Αυτό που άλλαξε είναι μια νέα υπ. Εξωτερικών, από διαφορετικό κόμμα, με διαφορετικές προτεραιότητες. Ταυτόχρονα, η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία έχει επιδεινωθεί, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα,  ενώ η Τουρκία προετοιμάζεται για άλλη μια εκστρατεία στη βόρεια Συρία».

Έγιναν λάθη από την Ελλάδα και την Κύπρο απέναντι στην Τουρκία;

Ο Γερμανός ειδικός δεν βλέπει σημαντικά λάθη στη γερμανική πολιτική απέναντι στην ελληνοτουρκική διαμάχη από το κρίσιμο καλοκαίρι του 2020, όταν οι δύο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα θερμού επεισοδίου μέχρι σήμερα, εντούτοις, όπως σημειώνει, αμφιλεγόμενη παραμένει η γερμανική στάση για την παράδοση στην Τουρκία εξαρτημάτων υποβρυχίων.

Ενδιαφέρον όμως έχει και η άποψή του και για τη στρατηγική της Ελλάδας και Κύπρου έναντι της Τουρκίας. Σε ερώτηση σχετικά με το αν αμφότερες Ελλάδα και Κύπρος έχουν κάνει λάθη έναντι της Άγκυρας απαντά: «Η Ελλάδα μπορεί να προτείνει για παράδειγμα τη μείωση της στρατιωτικής της παρουσίας στα νησιά του Αιγαίου, υπό τον όρο η Τουρκία να μειώσει ταυτόχρονα τον στρατό της στο Αιγαίο και να αλλάξει την επιθετική της ρητορική. Μια κίνηση που έχει κάνει με την οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Κατά τη γνώμη μου, η Κύπρος όμως έκανε δύο λάθη: διέψευσε την εμπιστοσύνη των Τουρκοκυπρίων, οπότε αυτοί στρέφονται προς την Άγκυρα. Και μπλόκαρε τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ για πάρα πολύ καιρό. Τώρα που η Τουρκία δεν θέλει πλέον να ενταχθεί, η ΕΕ δεν έχει πλέον κάποιον μεγάλο μοχλό πίεσης έναντι της Άγκυρας».

Κλείνοντας σχετικά με το ζήτημα της παράδοσης γερμανικών υποβρυχίων -εξαρτημάτων τους- στην Τουρκία ο Γκύντερ Ζόιφερτ αναφέρει: «Εικάζω ότι θα παραδοθούν τα εξαρτήματα για τα υποβρύχια. Είναι μια απόφαση της παλαιάς κυβέρνησης. Δεν βλέπω καμία κίνηση στη Γερμανία αυτή τη στιγμή προκειμένου να ανατραπεί αυτή η απόφαση».