Οι αλλαγές στην ΕΥΠ που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός τη Δευτέρα προχωρούν με μία Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, που προβλέπει διορισμό του διοικητή της ΕΥΠ έπειτα από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής και διενέργεια παρακολουθήσεων με τη σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα Εφετών. Δεν καταργείται πάντως η τροπολογία της κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία δεν έχει δικαίωμα όποιος παρακολουθείται να ενημερώνεται σχετικά μετά το πέρας της παρακολούθησης.
Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία δεν είναι αρκετή να δώσει τέλος στις σφοδρές πολιτικές αντιδράσεις. Παραμένουν εξάλλου αναπάντητα τα κρίσιμα ερωτήματα για την ταυτότητα και τα κίνητρα αυτών που έδωσαν εντολή για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ζητήσει τη σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας εντός της εβδομάδας προκειμένου να κληθούν σε κατάθεση ο νυν και ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, ο παραιτηθείς γραμματέας του Γραφείου του πρωθυπουργού και η αποσπασμένη εισαγγελέας στην ΕΥΠ που φέρεται να έδωσε το πράσινο φως για την παγίδευση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη. Η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για αυτό και ενώ είπε «ναι» στην επίσπευση της επαναλειτουργίας της Ολομέλειας της Βουλής, αυτή θα γίνει ουσιαστικά μόλις μία εβδομάδα πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία της. Τονίζει δε ότι έχει χάσει κάθε νομιμοποίηση μετά τις αποκαλύψεις.
Υψηλοί τόνοι και από το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, που κάνει λόγο για «τεράστιο ολίσθημα» του πρωθυπουργού, αναφορικά με τη δήλωση ότι ήταν νόμιμη η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη και ζητεί επίμονα να γίνει γνωστό ποιος και γιατί έδωσε την εντολή για αυτή. Το Μέγαρο Μαξίμου από την άλλη κατηγορεί το Νίκο Ανδρουλάκη ότι αρνείται την ενημέρωση για την υπόθεση με θεσμικό τρόπο. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν αποκλείεται να απαντήσει στο επιχείρημα αυτό με δήλωσή του ακόμη και εντός της ημέρας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει φτάσει έως και τις Βρυξέλλες. Απαντώντας χθες σε σχετική ερώτηση για τις υποκλοπές, η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ανίτα Χίπερ, τόνισε ότι -εφόσον επιβεβαιωθεί- είναι «απαράδεκτη» κάθε παράνομη προσπάθεια «πρόσβασης των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας σε δεδομένα πολιτικών συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων».
Σημείωσε πάντως ότι «η διερεύνηση τέτοιων θεμάτων είναι ευθύνη κάθε κράτους-μέλους της Ε.Ε. και η Επιτροπή αναμένει από τις εθνικές αρχές να εξετάσουν διεξοδικά κάθε τέτοιου είδους ισχυρισμό για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών».