«Πριν από λίγες ημέρες περιήλθε στη γνώση του πρωθυπουργού το γεγονός ότι τον Σεπτέμβριο του 2021, την περίοδο που ο κ. Ανδρουλάκης κατείχε μόνο το αξίωμα του ευρωβουλευτή και ήταν υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών προέβη σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνό του» επισήμανε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, στην έναρξη της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, την Τρίτη.
Όπως σημείωσε, η διαδικασία αυτή είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη κυβέρνηση. Διήρκεσε τρεις μήνες και διεκόπη αυτόματα, όπως προβλεπόταν από τον νόμο, λίγες μέρες αφότου εκλέχθηκε ο κ. Ανδρουλάκης πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.
«Παρότι είναι σαφές ότι τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες, ο χειρισμός εκ μέρους της ΕΥΠ ήταν λανθασμένος και ελλιπής, καθώς υποτιμήθηκαν οι πολιτικές διαστάσεις της υπόθεσης αυτής» δήλωσε ο κ. Οικονόμου.
Συμπλήρωσε δε πως, εξαιτίας της φύσης της υπόθεσης, θα έπρεπε η ΕΥΠ να έχει ενημερώσει την πολιτική αρχή στην οποία υπάγεται, αλλά δεν επέδειξε το απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις αισθητήριο, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα στενά υπηρεσιακά και πάντως εντός των ορίων της νομιμότητας. Υπογράμμισε πως δεν υπήρξε εγκαίρως ενημέρωση για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, παρότι η ΕΥΠ βρίσκεται υπό την εποπτεία του γραφείου του πρωθυπουργού. Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε και έλαβε την παραίτηση του διοικητή της ΕΥΠ. Χαρακτήρισε πολιτική κίνηση ευθιξίας και συνέπεια του ανεπαρκούς χειρισμού από την πλευρά της ΕΥΠ την παραίτηση του Γρηγόρη Δημητριάδη, γγ του γραφείου του πρωθυπουργού, που ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη.
Αναφέρθηκε σε όσα χθες είπε στη δήλωσή του ο πρωθυπουργός ότι αν και η διαδικασία ήταν νόμιμη στις επιμέρους εκφάνσεις της, ήταν λανθασμένη εν συνόλω και δεν θα την επέτρεπε αν είχε λάβει γνώση των σχετικών διαδικασιών πριν από την έναρξη της επισύνδεσης.
«Η λανθασμένη διαχείριση της επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη δεν πρέπει όμως επουδενί να μας οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς» τόνισε.
Σημείωσε ότι «δεν είναι εθνικά επωφελές να ρίξουμε τον λίθο του αναθέματος στην ΕΥΠ», καθώς «ένα ολίσθημα δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος».
Υπενθύμισε ότι η εθνική ασφάλεια είναι το υπερσύνολο της ασφάλειας, τόνισε ότι η Ελλάδα είχε επί χρόνια εσφαλμένα την ΕΥΠ με κύρια αρμοδιότητα την εθνική ασφάλεια υπό τον έλεγχο του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και Προστασίας του Πολίτη. Το 2015 το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, η Ελληνική Αστυνομία απέκτησαν τη δική της υπηρεσία πληροφοριών εσωτερικής ασφάλειας και εκ των πραγμάτων δεν υπήρχε κανένας λόγος η ΕΥΠ να παραμείνει υπό την ευθύνη του συγκεκριμένου υπουργείου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η πρώτη που έκανε πολύ σημαντικά βήματα για τη δημιουργία συστήματος εθνικής ασφάλειας στην Ελλάδα, υποστήριξε κι αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Επίσης έκανε αναφορά στο τι συμβαίνει σε άλλες χώρες όπως στη Γερμανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, στη Σλοβενία, την Πολωνία αλλά και τη Ν. Ζηλανδία, τον Καναδά, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ σε σχέση με τις υπηρεσίες εθνικής ασφαλείας.
«Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην ονειροβατούμε, οφείλουμε να δεχθούμε ότι η Δημοκρατία μέσω θεσμικών δικλείδων αυτοπροστατεύεται και διασφαλίζεται» είπε ο κ. Οικονόμου.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι ο χειρισμός στην υπόθεση Ανδρουλάκη έδειξε ότι απαιτούνται βελτιώσεις, επισημαίνοντας πως στον χειρισμό αυτόν δεν υπάρχει νομικό σφάλμα. Αναφέρθηκε, τέλος, επίσης στα τέσσερα πεδία αλλαγών που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός και θα προωθήσει η κυβέρνηση.