«Πριν από 48 χρόνια, στις 24 Ιούλη 1974, αφού είχε μεσολαβήσει η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και μετά από παζάρια που οδήγησαν στον συμβιβασμό ανάμεσα στη Χούντα και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, με την παρέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, ηγετικά στελέχη της δικτατορίας παρέδωσαν την πολιτική εξουσία στη λεγόμενη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Οι αιτίες της πολιτικής μεταβολής πρέπει να αναζητηθούν στην κλιμάκωση της εργατικής – λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στη δικτατορία, σε συνθήκες παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, που μαζικοποιήθηκε έπειτα από την καταστολή του εργατικού – λαϊκού και νεολαιίστικου ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου» αναφέρει το ΚΚΕ σε ανακοίνωσή του.
«Η εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια οξύνθηκε έπειτα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, απειλώντας να οδηγήσει σε συνολικότερη αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, η εισβολή στην Κύπρο γεννούσε φόβους στην ελληνική αστική τάξη και τους διεθνείς συμμάχους της για το ξέσπασμα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάλυση την κρίσιμη γεωπολιτικά νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ» προσθέτει.
Το ΚΚΕ επισημαίνει πως «οι πραξικοπηματίες αποτελούσαν σάρκα από τη σάρκα του μετεμφυλιακού αστικού κράτους» και τονίζει ότι «η αστική τάξη δεν διστάζει να εναλλάσσει τις μορφές διαχείρισης της εξουσίας της, ανάλογα με τις εσωτερικές και διεθνείς προτεραιότητες και ανάγκες της, με μόνιμα θύματα την εργατική τάξη, τους βιοπαλαιστές αγρότες, τους αυτοαπασχολούμενους, τις γυναίκες και τους νεολαίους από τις εργατικές – λαϊκές οικογένειες».
Παράλληλα, αποτίει φόρο τιμής σε όσους αγωνίστηκαν ενάντια στη Χούντα, εκφράζει την υπερηφάνεια του για την αταλάντευτη στάση των μελών και στελεχών του καθώς και της ΚΝΕ, και υπογραμμίζει ότι πάνω απ’ όλα, αισθάνεται υπερήφανο «γιατί αποτέλεσε τη μοναδική πολιτική δύναμη που δεν «παζάρεψε» με τις χουντικές αρχές, αλλά επιδίωξε την ανάπτυξη του αντιδικτατορικού αγώνα και την ανατροπή της δικτατορίας των συνταγματαρχών με όρους ενός μαζικού εργατικού – λαϊκού κινήματος».
Το ΚΚΕ, συμπληρώνει, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση, «μελέτησε και έβγαλε βαθύτερα συμπεράσματα και για τις δικές του ευθύνες, όσον αφορά την ουτοπική αναζήτηση μιας πολιτικής συνεργασίας με τις λεγόμενες «δημοκρατικές» αστικές πολιτικές δυνάμεις για την ανάδειξη μιας φιλολαϊκής δημοκρατικής κυβερνητικής λύσης».
«Τα μηνύματα του αντιδικτατορικού αγώνα παραμένουν και σήμερα επίκαιρα, αφού τα λαϊκά προβλήματα, η φτώχεια, η ανεργία, η εκμετάλλευση, η συμμετοχή της χώρας στους επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς συνεχίστηκαν και στα χρόνια της λεγόμενης «μεταπολίτευσης». Οξύνονται παραπέρα στις μέρες μας, μπροστά στη νέα επερχόμενη καπιταλιστική οικονομική κρίση και στις πιθανότητες γενίκευσης του πολέμου που διεξάγεται στην Ουκρανία ανάμεσα στις στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του ΝΑΤΟ, με τη συμμετοχή στο πλευρό του τελευταίου και κρατών – μελών της ΕΕ.
48 χρόνια μετά από τη λεγόμενη «μεταπολίτευση» αποδεικνύεται καθημερινά πως η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτελεί μορφή άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου, περισσότερο ευέλικτη στην ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών αντιδράσεων, συνδυαζόμενη – όποτε χρειαστεί – με την οξυμένη καταστολή και την περιστολή των λαϊκών ελευθεριών και δίχως η αστική τάξη να παραιτείται ποτέ από το ενδεχόμενο δικτατορικών «λύσεων» αναφέρει η ανακοίνωση.
Σημειώνει ακόμα ότι «το καπιταλιστικό κράτος αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν βρίσκεται υπεράνω των τάξεων, αλλά ότι είναι όργανο προσηλωμένο στην εξυπηρέτηση των καπιταλιστικών συμφερόντων και επομένως εχθρικό απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα».
Το ΚΚΕ διδάσκεται από την ιστορία της περιόδου, τιμά με πράξεις τους αγωνιστές και μάρτυρες του αντιδικτατορικού αγώνα. Είναι στην πρώτη γραμμή για τη συγκρότηση μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας, με πανελλαδική διάσταση, σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση και στόχο να οργανωθεί ο λαός, να αποδείξει την πραγματική δύναμη αντεπίθεσής του που μπορεί να ανατρέψει τα διάφορα σε βάρος του «σενάρια», για να γίνει πράξη το πέρασμα των μέσων παραγωγής και της πολιτικής εξουσίας στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της, η αποδέσμευση της χώρας από τις αντιδραστικές συμμαχίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ».