Ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Δημήτρης Παπαδημούλης, μίλησε εκ μέρους της Ευρωομάδας της Αριστεράς στη συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικής & Νομισματικής Πολιτικής (ECON) στο Ευρωκοινοβουλιο, στη συζήτηση με θέμα «Τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εποπτικές εξουσίες, τις κυρώσεις, τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους, καθώς και τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ / Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης, τον λειτουργικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων».
Εισηγητής και στους δυο φακέλους ήταν ο Ευρωβουλευτής των Σοσιαλιστών Γιονάς Φερνάντες .
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης ως Σκιώδης Εισηγητής εκ μέρους της Ευρωομάδας της Αριστεράς (The Left), είπε τα εξής:
«Συζητούμε ένα θέμα, την τροποποίηση δυο οδηγιών και ενός κανονισμού, που έχει πάρα πολύ έντονες τεχνικές πλευρές, αλλά και μια τεράστια σημασία: Θέλουμε να γίνουν βήματα στην ενοποίηση της εποπτείας, στους τομείς που καταπιάνεται ο Κανονισμός και αυτές οι δυο οδηγίες; Θέλουμε να γίνουν βήματα για να προχωρήσει η τραπεζική ενοποίηση;
Νομίζω ότι ο συνάδελφος Jonás Fernández απαντά σε αυτό το ερώτημα θετικά και το σχέδιο έκθεσης που μας παρουσίασε, θεωρώ ότι είναι μια καλή βάση για τη συνέχεια της συζήτησης που θα κάνουμε. Αυτό διαπίστωσα ακούγοντας και τους σκιώδεις εισηγητές από τις άλλες πολιτικές ομάδες.
Γιατί χρειαζόμαστε περαιτέρω εναρμόνιση των εποπτικών εξουσιών και των εργαλείων; Επειδή υπάρχουν φαινόμενα καταχρηστικής επιλογής ενός ευνοϊκότερου κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου, από ομίλους τρίτων χωρών που παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες μέσα στην ΕΕ, με την εγκατάσταση υποκαταστημάτων σε χώρες που μπορεί να ασκηθεί αυτή η καταχρηστική επιλογή. Και αυτό, αυξάνει το εποπτικό έλλειμμα, αλλά αυξάνει και συστημικούς κινδύνους και απειλεί και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Και πλήττει και τον ισότιμο ανταγωνισμό στον τραπεζικό χώρο.
Ακριβώς λοιπόν επειδή είμαστε σε μια περίοδο με μεγάλες αναταράξεις και εξαιτίας του πολέμου και εξαιτίας της αύξησης του δημόσιου χρέους που απειλεί και τραπεζικά συστήματα σε ορισμένες χώρες, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να επιδιώξουμε, αξιοποιώντας και τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Κομισιόν, να κάνουμε κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Με αυτό το πνεύμα, θα καταθέσουμε κι εμείς τροπολογίες στα δυο καλά σχέδια Έκθεσης, που μας παρουσίασε ο συνάδελφος, ο κος Fernández.
Είναι πολύ σημαντικό θέμα οι μεταβατικές διατάξεις και ρυθμίσεις, γιατί καμιά φορά “στις λεπτομέρειες κρύβεται ο διάβολος” . Θα θέλαμε να εξετάσουμε πιο προσεκτικά και την πρόταση της Κομισιόν και τις προτεινόμενες, αρκετές, αλλαγές από τον συνάδελφο Fernández στις μεταβατικές διατάξεις. Επίσης υπογραμμίζω κι εγώ την ανάγκη να υπάρχει μια διάκριση της πρώτης κατοικίας από την αγορά ακινήτων γενικά, γιατί η πρώτη κατοικία δεν είναι απλώς μια επένδυση, είναι και μια άσκηση στεγαστικού δικαιώματος, θα έλεγα.
Τρίτο και σημαντικό και θα ήθελα να το υπογραμμίσω γιατί δεν το άκουσα μέχρι τώρα στη συζήτησή μας, είναι η σύγκρουση συμφερόντων. Υπάρχουν μέλη οργάνων διοίκησης ή εποπτικών αρχών, όπου πρέπει να εισαχθεί περιορισμός και απαγορεύσεις συναλλαγών σε χρηματοδοτικά/χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται ή συνδέονται με ιδρύματα που εποπτεύουν. Όπως επίσης, και να απαγορευτεί το φαινόμενο των “revolving doors”. Δηλαδή όταν φεύγουν από τον εποπτικό τους ρόλο, να προσλαμβάνονται από ιδρύματα που επόπτευαν μέχρι χθες. Αυτά δεν “μυρίζουν” καλά και δεν μυρίζουν καλά και στους πολίτες των κρατών μελών μας.
Πιστεύω λοιπόν ότι τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να παραμείνουν και δεν κατανοώ και την πρόβλεψη, ειδικά για την επιβολή αυτών των περιορισμών, να υπάρχει και αποζημίωση. Νομίζω ότι οι περιορισμοί γίνονται για λόγους ασφάλειας, δικαίου και επιβάλλονται για λόγους σύνεσης: για να αποφύγουμε καταχρηστικές επιλογές από ανθρώπους που έχουν έναν ελεγκτικό και εποπτικό ρόλο σε προϊόντα και εργαλεία, χωρίς να έχουν το πλεονέκτημα της ιδιαίτερης πληροφόρησης και να κάνουν καταχρηστική χρήση.
Τέλος, νομίζω ότι πρέπει να δούμε το θέμα του κόστους – αυτό το balance, αυτή την αναλογία ανάμεσα σε ενδεχόμενο πρόσθετο κόστος, αλλά και όφελος, που θα έχει η ενοποίηση και η απλούστευση κάποιων κανόνων, έναντι της σημερινής ποικιλίας και “πανσπερμίας”.
Και επειδή κάποιοι αναφέρθηκαν και στην παγκόσμια τραπεζική αγορά, θα ήθελα να πω ότι η ΕΕ, για να υπερασπίσει τα συμφέροντά της, πρέπει να κάνει βήματα εναρμόνισης και ενοποίησης, γιατί αλλιώς είναι ένα σουρωτήρι ή ένα ελβετικό τυρί, με τεράστιες τρύπες που επιτρέπουν σε ανταγωνιστικές τράπεζες ή άλλες εταιρίες που παρέχουν και τραπεζικές υπηρεσίες, να επωφελούνται από αυτό το έλλειμμα ενιαίων και συνεκτικών εποπτικών κανόνων, έχοντας ιδιαίτερα οφέλη για τη δική τους πλευρά, εις βάρος ενός ισχυρού ενιαίου τραπεζικού συστήματος, ευρωπαϊκού, που αποτελεί νομίζω στόχο και της ΕΚΤ και της Κομισιόν και πιστεύω και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.».