Του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται η διαπραγμάτευση με τους δανειστές για την εκταμίευση της δόσης του ενός δισ. ευρώ.
Εντός της ημέρας το υπουργείο Υγείας και οι εκπρόσωποι των θεσμών θα πρέπει να έχουν αποφασίσει για την περικοπή κατά 42% των τιμών για τις εργαστηριακές εξετάσεις, τις οποίες αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ τα συμβεβλημένα με αυτόν διαγνωστικά κέντρα και γιατρούς. Η πλευρά των δανειστών αρχικά είχε ζητήσει 60% μείωση για να πέσει στο 45% και μετέπειτα στο 42%.
Το υπουργείο αντιδρά και υποστηρίζει ότι με τη συγκεκριμένη ρύθμιση από τα 2400 διαγνωστικά κέντρα σε όλη τη χώρα κινδυνεύουν να κλείσουν τα 1700 ειδικά στην επαρχία. Το εν λόγω μέτρο είναι και το τελευταίο από τα 13 προαπαιτούμενα προκειμένου να ολοκληρωθεί η δεύτερη φάση της αξιολόγησης.
Για πολλά στελέχη της κυβέρνησης το συγκεκριμένο μπρα-ντε-φερ υπουργείου Υγείας – θεσμών για ένα σημαντικό αλλά «χαμηλά» στην επικοινωνιακή κλίμακα θέμα είναι μια πρόβα τζενεράλε για τα δύσκολα που έρχονται μετά τις γιορτές.
Ο Πρωθυπουργός είναι ενήμερος από την πρώτη στιγμή για το θέμα. Έχει ζητήσει η αξιολόγηση να κλείσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αλλά, όπως λένε συνεργάτες του, αυτό αφορά στον «οδικό χάρτη» του Μαξίμου για την έξοδο από την κρίση και την έναρξη της συζήτησης για την απομείωση του χρέους.
Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι δεν θα προχωρήσει για παράδειγμα το παράλληλο πρόγραμμα της κυβέρνησης ή ότι δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις ώστε να μην υπάρξει καμία μείωση στις βασικές συντάξεις. Μάλιστα, λόγω αδυναμίας εξεύρεσης ισοδυνάμων για τα περίπου 600 εκατομμύρια που υπολείπονται ώστε να συμπληρωθεί το 1 δισ. 800 εκατ. που ζητούν οι δανειστές να περικοπεί η δαπάνη της κεντρικής κυβέρνησης για το ασφαλιστικό, τόσο στο ΥΠΟΙΚ όσο και στο Μαξίμου κρατούν «ζεστό» στο τραπέζι το ενδεχόμενο αύξησης των εργοδοτικών εισφορών ακόμη και χωρίς την έγκριση των δανειστών.
Σε κάθε περίπτωση το επόμενο δίμηνο θα αποδεχθεί καθοριστικό τόσο για την πορεία της πρώτης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας όσο και για τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης.