Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Πολιτική χορήγησης γενναιόδωρων παροχών με δανεικά στα πιο εύπορα στρώματα της κοινωνίας καταλογίζει στην κυβέρνηση με συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» ο βουλευτής Δυτικού Τομέα Αθηνών και πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Δραγασάκης και καταγγέλλει ότι «η κοινωνική πλειοψηφία υφίσταται το κόστος των επιλογών, ενώ η κοινωνική μειοψηφία καρπώνεται τα οφέλη». Επίσης χαρακτηρίζει «εύθραυστη, άνιση και συνοδευόμενη από μεγάλο χρέος» την ανάπτυξη της οικονομίας και καταλογίζει στην κυβέρνηση ότι δεν διαθέτει σχέδιο για το πώς θα μειωθούν οι ανισότητες και πώς θα αξιοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί πόροι, ώστε το κοινωνικό και αναπτυξιακό αποτύπωμά τους να διαχυθεί στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, με αφορμή τις εξελίξεις στη ΔΕΗ ο κ. Δραγασάκης καλεί την Ελλάδα να πρωτοστατήσει στην υλοποίηση ενός σχεδίου Βαλκανικής Συνανάπτυξης όχι μόνο για στενά οικονομικούς, αλλά και για ευρύτερους γεωστρατηγικούς λόγους, ενώ προειδοποιεί ότι με την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης ακυρώνεται ο ευρύτερος ρόλος της ΔΕΗ ως φορέα πολιτικής και ως πυλώνα εθνικής ενεργειακής στρατηγικής.
Ασκείτε πολύπλευρη κριτική στην απομείωση της συμμετοχής του Δημοσίου στη ΔΕΗ. Η κυβέρνηση, όμως, δεν έχει ταχθεί ποτέ κατά των περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεων.
«Η κριτική μας είναι συγκεκριμένη και αιτιολογημένη. Η ΔΕΗ δεν είναι μια κοινή επιχείρηση, είναι και φορέας άσκησης πολιτικής. Αυτό ίσχυε και στο παρελθόν, αλλά ακόμη πιο πολύ αφορά το μέλλον. Ο ενεργειακός τομέας της οικονομίας βρίσκεται στο κέντρο ενός μεγάλου παγκόσμιου μετασχηματισμού που επιταχύνεται λόγω της κλιματικής κρίσης. Το ενεργειακό σύστημα του μέλλοντος θα χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό αποκέντρωσης καθώς οι τεχνολογίες επιτρέπουν ήδη ο κάθε καταναλωτής να είναι και παραγωγός ενέργειας.
Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προβλέπεται το 50% των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να παράγεται από νοικοκυριά, ενεργειακές κοινότητες, φυσικών προσώπων, μικρών επιχειρήσεων και αυτοδιοικητικών σχημάτων. Αυτό θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και θα εξασφαλίσει μια αναδιανομή πλούτου υπέρ των αδυνάτων και των τοπικών κοινωνιών. Ταυτόχρονα βέβαια θα δρουν και μεγάλοι ιδιωτικοί παραγωγοί, ποικίλα επενδυτικά σχήματα, εγχώρια και ξένα, μεγάλοι καταναλωτές.
Με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ θα αυξηθεί ο κίνδυνος να υπάρξουν προβλήματα ευστάθειας και ασφάλειας του συστήματος και αυξημένη επιβάρυνση των καταναλωτών. Και τούτο γιατί η ευστάθεια, η ανθεκτικότητα και η ασφάλεια αυτού του νέου αποκεντρωμένου ενεργειακού συστήματος απαιτεί ισχυρούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς καθώς και έναν κεντρικό πυλώνα, μια ΔΕΗ, που θα λειτουργεί με όρους δημοσίου συμφέροντος».
Η κυβέρνηση υποστηρίζει, όμως, ότι με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου η ΔΕΗ θα έχει τα αναγκαία κεφάλαια προκειμένου να προχωρήσει σε επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, καθώς και σε εξαγορές παραγωγικών μονάδων «πράσινης» ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Δεν πρόκειται για θετικές εξελίξεις;
«Η ΔΕΗ και η κυβέρνηση δεν παρουσίασαν κάποιο συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο που να αιτιολογεί τις συγκεκριμένες επιλογές και όχι κάποιες άλλες. Το θέμα δεν είναι να προχωρήσει η ΔΕΗ σε κάποιες κερδοσκοπικές κινήσεις για να υπάρξουν πρόσκαιρα χρηματιστηριακά κέρδη. Η Ελλάδα πρέπει να πρωτοστατήσει για να υλοποιηθεί ένα σχέδιο Βαλκανικής Συνανάπτυξης. Όχι μόνο για λόγους στενά οικονομικούς, αλλά ευρύτερους γεωστρατηγικούς. Στον ενεργειακό τομέα τον ρόλο αυτό μόνο η ΔΕΗ μπορεί να τον αναλάβει. Όμως αυτό προϋποθέτει μια ΔΕΗ που θα λειτουργεί με κριτήριο όχι αποκλειστικά τη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους των μετόχων, αλλά την επίτευξη ευρύτερων στόχων δημοσίου συμφέροντος.
Δείτε την περίπτωση του ΟΤΕ. Όταν ήταν υπό δημόσιο έλεγχο λειτουργούσε όχι μόνο ως πάροχος υπηρεσιών, αλλά και ως μοχλός άσκησης εθνικής στρατηγικής. Για παράδειγμα δημιούργησε ένα ισχυρό δίκτυο επιχειρήσεων σε πολλές βαλκανικές χώρες. Μετά την ιδιωτικοποίησή του, οι επενδύσεις του ΟΤΕ στα Βαλκάνια πουλήθηκαν η μια μετά την άλλη κυρίως γιατί δεν εντασσόταν στον σχεδιασμό του νέου μετόχου.
Με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Ακυρώνεται ο ευρύτερος ρόλος της ΔΕΗ, ως φορέα πολιτικής και ως πυλώνα εθνικής ενεργειακής στρατηγικής. Πλέον, βασικό κριτήριο θα είναι τα κέρδη των μετόχων και των funds, ακόμη και αν το Δημόσιο θα διατηρήσει το management και το 34% των μετοχών. Η διοίκηση της ΔΕΗ θα πιέζεται προκειμένου να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των ιδιωτών μετόχων, προτεραιότητα των οποίων είναι τα άμεσα κέρδη και όχι τα θέματα στρατηγικής, επάρκειας και ανθεκτικότητας της χώρας».
Σε ομιλία του σε ομογενείς στη Νέα Υόρκη ο πρωθυπουργός μίλησε για «ελληνικό success story». Συμμερίζεστε αυτή τη θέση;
«Την προηγούμενη φορά που μια άλλη κυβέρνηση είχε μιλήσει για success story ο επίλογός του ήταν δραματικός. Είναι αξιοπερίεργο πως ορισμένοι πολιτικοί επιμένουν να προβάλλουν ισχυρισμούς που γνωρίζουν ότι δεν ισχύουν, ενώ ενδέχεται να διαψευστούν και με τραγικό τρόπο. Αυτό έγινε άλλωστε με αυτή την κυβέρνηση με την πανδημία και τις πυρκαγιές. Τώρα σειρά φαίνεται έχει η οικονομία.
Ας δούμε τα πραγματικά γεγονότα. Έπειτα από μια παρατεταμένη και βαθιά κρίση, κάποια ανάκαμψη είναι αναμενόμενη. Ως προς τη διάρκεια και την ένταση της ανάκαμψης κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη διότι πολλά θα εξαρτηθούν από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις για το νέο δημοσιονομικό καθεστώς, καθώς και από την πολιτική της ΕΚΤ.
Όμως ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή θα είναι, η ανάκαμψη θα είναι εύθραυστη, θα είναι άνιση και θα συνοδεύεται από ένα μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Σ’ αυτό συγκλίνουν οι εκτιμήσεις εγχώριων και διεθνών οργανισμών. Αλλά με βάση και τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού, που πρόσφατα κατατέθηκε στη Βουλή και εφόσον αυτές επιβεβαιωθούν, αναμένεται ότι στο τέλος του 2022 το ελληνικό ΑΕΠ θα υπερβαίνει το αντίστοιχο του 2019 κατά 1,7% ή κατά 3 δισ. περίπου. Όμως, την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος επιβαρύνθηκε με νέα δάνεια άνω των 30 δισ. ευρώ. Αν προσθέσουμε και το κόστος των νέων εξοπλισμών ο λογαριασμός υπερβαίνει τα 40 δισ. ευρώ. Μια οικονομία, λοιπόν, μεγεθυμένη κατά 3 δισ. ευρώ θα έχει να εξυπηρετήσει πρόσθετο χρέος 40 δισ. ευρώ. Αυτό που θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος να ακούσει από τον πρωθυπουργό είναι ποιοι θα πληρώνουν τον λογαριασμό, με ποιο σχέδιο θα ανακτηθεί ο πλούτος που χάθηκε, με ποιο σχέδιο θα μειωθούν οι ανισότητες και θα κλείσουν τα χάσματα που οι πολλαπλές κρίσεις έχουν ανοίξει, πώς θα αξιοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί πόροι ώστε το κοινωνικό και αναπτυξιακό αποτύπωμά τους να διαχυθεί στην κοινωνία. Αλλά οι επιλογές που έχουν γίνει και οι εξελίξεις που έχουν δρομολογηθεί κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση».
Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης απαιτεί αλλαγή «οικονομικού μοντέλου». Βλέπετε να υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων με την κυβέρνηση σε αυτό το πεδίο;
«Παρότι όλοι αναγνωρίζουν ότι η κλιματική κρίση αποτελεί μια όχι μελλοντική απειλή, αλλά εν εξελίξει κίνδυνο, κάποιοι τη βλέπουν ως ευκαιρία για περισσότερα κέρδη και γι’ αυτό προκρίνουν την αντιμετώπισή της με όρους αγοράς. Μια τέτοια κατεύθυνση ούτε την κλιματική κρίση αντιμετωπίζει ούτε την κοινωνία προστατεύει από τις συνέπειές της. Αντίθετα οδηγεί σε τεράστιες ανισότητες, σε ενεργειακή φτώχεια και σε νέους αποκλεισμούς. Αυτό συμβαίνει και με την πολιτική του κ. Μητσοτάκη. Στα λόγια αναγνωρίζει την ανάγκη για “νέο μοντέλο”, αλλά στην πράξη οτιδήποτε εφαρμόζει θυμίζει παρελθόν, ημέτερους, πελατειακά δίκτυα, μεροληψία υπέρ των ισχυρών, αμεριμνησία για το μέλλον. Το νέο μοντέλο για το οποίο μιλά ο κ. Μητσοτάκης είναι ένα μοντέλο εχθρικό για τους εργαζόμενους, με μειωμένα δικαιώματα και δυνατότητες συλλογικής διαπραγμάτευσης. Όμως η στήριξη της εργασίας αποτελεί προϋπόθεση βιωσιμότητας και παραγωγικής αναβάθμισης. Ενώ, όπως προανέφερα, μπορούμε να δώσουμε στην πράσινη μετάβαση αποκεντρωμένα και αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά, ο κ. Μητσοτάκης κάνει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης υπόθεση κάποιων ολιγοπωλίων και αποκλείει με προκλητικά επιχειρήματα τη μικρή επιχειρηματικότητα. Ενώ είμαστε η χώρα με το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος παγκοσμίως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει γενναιόδωρες παροχές με δανεικά στα πιο εύπορα στρώματα της κοινωνίας.
Παρότι, λοιπόν, τα προβλήματα είναι κοινά, οι επιλογές της κυβέρνησης διχάζουν και πολώνουν την κοινωνία αφού η κοινωνική πλειοψηφία υφίσταται το κόστος των επιλογών, ενώ η κοινωνική μειοψηφία καρπώνεται τα οφέλη».
Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για την κατάληξη της συζήτησης που διεξάγεται στην Ε.Ε. σχετικά με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων;
«Στα λόγια όλοι αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Πρόσφατα ακούσαμε τον Ιταλό πρωθυπουργό, Μάριο Ντράγκι, να δηλώνει ότι οι παλιοί κανόνες δεν μπορούν πια να εφαρμοστούν. Η προέδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν διαβεβαίωσε ότι “δεν θα επαναλάβουμε το ίδιο λάθος που κάναμε στην προηγούμενη οικονομική κρίση”. Στον δημόσιο διάλογο κατατίθενται προτάσεις σε θετική κατεύθυνση. Αλλά οι εξελίξεις στη Γερμανία δεν επιτρέπουν εφησυχασμό ούτε αυταπάτες. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος ακόμη και αν γίνουν κάποιες αλλαγές, αυτές να μην καλύπτουν τη δική μας περίπτωση. Ως η χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα θετικό αν μείνουμε αδρανείς περιμένοντας άλλους να μιλήσουν για μας. Η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε λάβει ήδη ξεκάθαρη θέση υπέρ της ριζικής αναθεώρησης του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού καθεστώτος».
Η υψηλή ανεργία, η ακριβή στέγαση και η διαχρονική ευνοιοκρατία υψώνουν ένα δυσθεώρητο τείχος στις προοπτικές των νέων στη χώρα. Πέραν της κριτικής στην κυβέρνηση, τι έχει να καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ για την υπέρβαση αυτών των εμποδίων;
«Ο προέδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατά την πρόσφατη παρουσία του στη ΔΕΘ παρουσίασε δέσμες συγκεκριμένων προτάσεων σε όλα τα προβλήματα στα οποία αναφέρεστε. Πέρα όμως από τα επείγοντα προβλήματα σημασία έχει και η μεγάλη εικόνα. Έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική εποχή που χαρακτηρίζεται από πολλές και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις, υγειονομική, οικονομική, κλιματική και άλλες. Η προστασία της ζωής και της κοινωνίας γίνεται συνεπώς υπέρτατος στόχος. Ακριβώς γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει επεξεργαστεί ένα μακρόπνοο στρατηγικό σχέδιο που αναφέρεται ακριβώς στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής μας, την κλιματική κρίση, τις ανισότητες, την 4η βιομηχανική επανάσταση, το ζήτημα της δημοκρατίας στην εποχή μας. Πρόκειται για ένα κείμενο διαλόγου, όχι μόνο εσωκομματικού, αλλά ευρύτερα με την κοινωνία. Στόχος μας είναι η επιδίωξη προγραμματικών συγκλίσεων για μια ευρεία κοινωνική και πολιτική προοδευτική συμμαχία, με τις εξελίξεις να την κάνουν ολοένα και πιο επείγουσα πολιτική και κοινωνική ανάγκη».