Του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Η αποχώρηση Ομπάμα, Ολάντ και Ρέντσι από την κεντρική πολιτική σκηνή, την ώρα που το ελληνικό πρόβλημα χρέους παραμένει ψηλά στην επικαιρότητα, χωρίς να έχει βρεθεί φως στο βάθος του τούνελ, προβληματίζει έντονα το Μαξίμου.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, στον σύντομο διάλογό του μπροστά στις κάμερες με τον Γερμανό ΥΠΕΞ Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, χαρακτήρισε υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα την άνοδο της ακροδεξιάς και του λαϊκισμού στην Ευρώπη.
Ωστόσο, πίσω από τον προφανή κίνδυνο της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, η επί της ουσίας διάλυση του περίφημου «Μετώπου του Νότου» σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ελληνικό πρόβλημα χρέους βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του, προβληματίζει έντονα το Μαξίμου.
Ο Ολάντ ανακοίνωσε ότι δεν θα διεκδικήσει την προεδρία στη Γαλλία, ο Ρέντσι παραιτήθηκε, στην Ισπανία κυβερνά ο Ραχόι και στην Πορτογαλία η κυβέρνηση Κόστα αντιμετωπίζει πλείστα όσα προβλήματα. Ο Αλέξης Τσίπρας κινδυνεύει να βρεθεί και πάλι απομονωμένος, όπως το πρώτο εξάμηνο του 2015, αυτή τη φορά όμως όχι με δική του ευθύνη και συνεπώς χωρίς να διαθέτει το πλεονέκτημα διορθωτικών κινήσεων.
Αυτό όμως ελάχιστα ανακουφίζει τους συνεργάτες του Πρωθυπουργού. Στο Μαξίμου συνειδητοποιούν πως χρειάζεται εδώ και τώρα συμφωνία-πακέτο για το ελληνικό πρόβλημα χρέους. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί, όπως λένε χαρακτηριστικά, σε μια «άνευ όρων παράδοση». Αντιθέτως επιμένουν πως δεν πρόκειται να δεχθούν την απαίτηση του ΔΝΤ για λήψη νέων μέτρων τη διετία 2019-20.
Ο πρωθυπουργός στη συνάντηση με τον Γερμανό ΥΠΕΞ ήταν σαφής: «Μόνο με πολιτικές τιμωρίας και χωρίς κοινωνική πολιτική και πολιτικές αλληλεγγύης η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά», είπε στον κ. Σταϊνμάγερ.
Η βασική «υπερασπιστική» γραμμή του Μαξίμου και στο σημερινό Eurogroup είναι ότι «η Ελλάδα έχει τηρήσει τις υποσχέσεις της και έχει ήδη αποδείξει ότι εφαρμόζει θαρραλέες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, με την οικονομία να επιστρέφει στην ανάπτυξη στη διάρκεια των δυο τελευταίων τριμήνων» και «αυτήν τη φορά είναι η σειρά των Ευρωπαίων να εκπληρώσουν τις δικές τους δεσμεύσεις».
«Χρειάζεται ένας καθαρός δρόμος για τις επόμενες δεκαετίες ώστε να βγούμε στις αγορές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα γίνουμε το θύμα στη διαμάχη Βερολίνου – ΔΝΤ», λέει υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος.