Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Εισηγήσεις για επίσπευση της προσφυγής στις κάλπες, τον Μάρτιο ή ακόμα και τον Φεβρουάριο, δέχεται ο Πρωθυπουργός, έπειτα από το πρώτο κύμα δημοσκοπήσεων (Public Issue, Pulse, Metron Analysis) που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τις ανακοινώσεις για μη περικοπή των συντάξεων.
Το πρωθυπουργικό επιτελείο έχει ήδη δύο γραμμές άμυνας έναντι των πρόσφατων μετρήσεων, που έδειξαν ότι τόσο τα βασικά μεγέθη, όσο και τα λεγόμενα ποιοτικά μεγέθη επί της ουσίας παρέμειναν αναλλοίωτα από την παροχολογία και τη σκανδαλολογία των ημερών.
Η πρώτη γραμμή άμυνας είναι η αμφισβήτησή τους και η καταγγελία τους, ως εργαλεία του παλαιού πολιτικού συστήματος, να διαμορφώσουν το πολιτικό κλίμα. Με παρεμβάσεις όπως αυτή του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Πάνου Σκουρλέτη που είπε στη «Νέα Σελίδα» ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κομματικά επιτελεία έχουν άλλες δημοσκοπήσεις στα χέρια τους, «κρυφές», που παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα για την κυβέρνηση, εννοώντας βελτιωμένη. Στο πλαίσιο του πολέμου των εντυπώσεων, πληροφορίες, που δεν επιβεβαιώνονται επισήμως, αναφέρουν ότι η κυβέρνηση έχει παραγγείλει μετρήσεις από εταιρείες στις οποίες δείχνει μεγαλύτερη …εμπιστοσύνη, για να αποτελέσουν τις επόμενες ημέρες το «επικοινωνιακό αντίβαρο» στο σημερινό κλίμα.
Η δεύτερη γραμμή άμυνας είναι η επιχείρηση ανύψωσης ηθικού προς στελέχη και κομματικό ακροατήριο, με στοχευμένες διαρροές όπως ότι το Μαξίμου περιμένει σαφή βελτίωση της εικόνας της κυβέρνησης στις μετρήσεις του Δεκεμβρίου, αλλά ακόμα περισσότερο του Φεβρουαρίου, που η κοινή γνώμη θα έχει εμπεδώσει τις κυβερνητικές κινήσεις στην οικονομία, αλλά και άλλους τομείς.
Ο κ. Τσίπρας ωστόσο, θα δει τουλάχιστον το 90% της διαμορφούμενης εικόνας, στο κύμα των μετρήσεων του Δεκεμβρίου. Τότε οι εξαγγελίες του θα έχουν πάρει το δρόμο τους και θα έχουν ήδη προεξοφληθεί από την κοινή γνώμη και η σκανδαλολογία θα έχει επίσης παίξει το δικό της ρόλο. Κι υπό αυτήν την οπτική, η εισήγηση για επίσπευση των εκλογών, είναι στο τραπέζι. Η λογική όσων προχωρούν σε αυτήν την εισήγηση είναι ότι η δυναμική της θετικής δημοσιότητας στην οικονομία που προωθεί η κυβέρνηση (προσλήψεις, παροχές, φοροελαφρύνσεις) και η ενίσχυση της εικόνας της κυβέρνησης από την επικείμενη κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών που αναμένουν στο Μαξίμου να αποτυπωθεί στις δημοσκοπήσεις του Δεκεμβρίου, δύσκολα μπορεί να συντηρηθεί ως τον ερχόμενο Μάιο και ακόμα πιο δύσκολα ως τον Οκτώβριο του 2019.
Ενδεικτικά, ήδη καταγράφηκαν – ασχέτως εάν δεν αναδείχθηκαν ιδιαίτερα με τη συμβολή και των ίδιων των Ευρωπαίων που θέλουν θετικές ειδήσεις στην Ευρωζώνη τουλάχιστον ως στις ευρωκλογές του Μαϊου – οι προειδοποιήσεις για καθυστερήσεις σε σειρά μεταρρυθμίσεων, με έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις.
Τον πλέον κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις, θα έχει η αναμενόμενη απόφαση του Πρωθυπουργού να δώσει (όπως φέρεται να επιμένει το οικονομικό επιτελείο) ή να μη δώσει (όπως φέρονται να επιμένουν τα πρόσωπα του πολύ στενού του κύκλου, συμπεριλαμβανομένου και του οικογενειακού του περιβάλλοντος) χρόνο, στην οικονομία.
Κριτήριο θα αποτελέσει και η επίδραση που θα έχουν στην κοινή γνώμη η συμφωνία των Πρεσπών και η συμφωνία με την Εκκλησία, αν και το προσύμφωνο Τσίπρα – Ιερώνυμου δείχνει ήδη να έχει χάσει τη δυναμική του, μετά την έντονη αντίδραση των Μητροπολιτών, των κληρικών αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Σε ό,τι αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών τα σενάρια που συνεχίζουν να κυκλοφορούν περί μη ψήφισης της από την παρούσα Βουλή, διαψεύδονται κατηγορηματικά από κυβερνητικές πηγές.
Ακόμα και αν αποτελεί προφανές δέλεαρ για τον Πρωθυπουργό, η συμφωνία να κυρωθεί από την νέα κυβέρνηση, υπολογίζοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης θα αλλάξει τη σημερινή του απόφαση και θα υποχρεωθεί στην πρώτη του μετεκλογική ήττα ως Πρωθυπουργός, η προσωπική δέσμευση που φέρεται να έχει δώσει ο Πρωθυπουργός προς την Ουάσιγκτον, το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες ότι θα είναι εκείνος που θα περάσει τη συμφωνία των Πρεσπών, είναι ισχυρότερο χαρτί για το παρόν αλλά και το μέλλον του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ.