Επίθεση στην κυβέρνηση ότι το να διατείνεται η κυβέρνηση, εν έτει 2018, ότι συνιστά επιτυχία η είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο χωρίς προληπτική γραμμή αλλά με ταμειακά διαθέσιμα ασφαλείας, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο θα έβγαινε η χώρα από το δεύτερο μνημόνιο στις αρχές του 2015, αν δεν είχε μεσολαβήσει η κυβερνητική αλλαγή, συνιστά κορυφαίο παράδειγμα ανιστόρητου θράσους, εξαπολύει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Βήμα» ο κ. Βενιζέλος αναφέρει ότι «ο καθένας αντιλαμβάνεται πια πού θα βρισκόταν η χώρα σήμερα, αν είχε συνεχιστεί η δυναμική του 2014. Η χώρα μπήκε στην περιπέτεια της περιόδου 2015- 2018 και στη δευτερογενή κρίση που αυτή προκάλεσε, με τη φενάκη της απαλλαγής από τα μνημόνια χάρη στο “ριζοσπαστικό σθένος” της αντιμνημονιακής αριστεροδεξιάς. Είδαμε τα αποτελέσματα. Τώρα η φενάκη αυτή κινδυνεύει να αναζωπυρωθεί ως “καθαρή έξοδος” από το τρίτο και υπερήφανη είσοδος στο τέταρτο μνημόνιο χάρη στη “διαχειριστική επάρκεια” των ίδιων ανθρώπων που υποτίθεται ότι μεταλλάχθηκαν με ένα θαύμα της πολιτικής βιολογίας».
Επισημαίνει εξάλλου ότι «η ουσιώδης δημοσιονομική συζήτηση ενόψει της λήξης του τρίτου προγράμματος τον Αύγουστο δεν είναι το επικοινωνιακό πρόσχημα της δήθεν καθαρής εξόδου χωρίς ευρωπαϊκό μηχανισμό κάλυψης, αλλά οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του και θα κρατούν στο επιθυμητό επίπεδο τους τόκους, τα χρεολύσια και άρα τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες. Η συζήτηση όμως αυτή θα διεξαχθεί τώρα με ήδη συμφωνημένες τις ελληνικές δεσμεύσεις ως προς το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα».
«Η συζήτηση για τους κινδύνους και τις προτεραιότητες του 2018» υποστηρίζει ο κ. Βενιζέλος, «πρέπει να εστιασθεί όχι στις εσωτερικές εντυπώσεις ή στις βραχυπρόθεσμες αντιδράσεις μιας ακόμη ρηχής αγοράς ομολόγων που λειτουργεί συμπληρωματικά, αλλά στα διαρθρωτικά στοιχεία που αξιολογούν τόσο οι αγορές όσο και οι πολίτες. Αυτά αφορούν την ανταγωνιστικότητα, το επενδυτικό περιβάλλον, το βάθος της φοροδοτικής ικανότητας των νοικοκυριών, το τραπεζικό σύστημα και τη δυνατότητά του να λειτουργήσει ως μηχανισμός στήριξης των επενδύσεων και της ανάπτυξης, το απολύτως συναφές ζήτημα της μη εξυπηρετούμενης έκθεσης, τη δυνατότητα να υπάρχει ξανά εθνική αποταμίευση, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Κυρίως όμως αφορούν την υιοθέτηση του μεταρρυθμιστικού προτάγματος από μια κοινωνία που, κουρασμένη και απογοητευμένη, ανθίσταται και αντιδρά φοβικά και ισοπεδωτικά».
«Το 2018 η Ευρώπη δεν θεωρεί βασικό της πρόβλημα την ελληνική οικονομία. Την ενδιαφέρει η Ελλάδα περισσότερο ως πύλη εισόδου προσφύγων και μεταναστών σε μια ΕΕ στην οποία δοκιμάζεται σκληρά η κοινοτική αλληλεγγύη» σημειώνει ο κ. Βενιζέλος, εκτιμώντας ότι «θα συνεχιστεί ο προβληματισμός και η ζύμωση για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε πρώτη φάση δε για την οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Με τις εκλάμψεις του πολιτικού βολονταρισμού να συγκρούονται με εθνικές αντιστάσεις, με τους μεσαίους και μικρούς παίκτες να διεκδικούν το ρόλο τους, με κοινωνικές δυνάμεις που έως τώρα θεωρούνται πυλώνες της ευρωπαϊκής προοπτικής να φλερτάρουν με αντισυστημικές επιλογές. Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι συνεπώς να μπορεί να κινηθεί μέσα στους νέους συσχετισμούς με βάση τις δικές της προτεραιότητες, χωρίς ψευδαισθήσεις, αλλά με επίγνωση και στρατηγική. Αυτή θα ήταν μια “καθαρή είσοδος” στο 2018».