Skip to main content

Ανάλυση: Το δίπολο «κάθαρση – σκανδαλολογία»

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]

Ένα από τα ελάχιστα ζητήματα στα οποία φαίνεται να ομονοούν οι πολίτες αυτής της χώρας είναι όταν η συζήτηση αφορά την περίφημη «ευθύνη των υπουργών».

Η συζήτηση αποκτά και πάλι επικαιρότητα, όχι μόνον εξαιτίας της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά και γιατί τις τελευταίες ημέρες στην ειδησεογραφία κυριάρχησαν οι ασύγγνωστης επιπολαιότητας κραυγές υπουργού τινός, «να κλείσουμε κάποιους στη φυλακή, αν θέλουμε να κερδίσουμε τις εκλογές», όπως και η γνωστοποίηση για την εντολή της Αρχής για το «μαύρο» πολιτικό χρήμα, να ελεγχθούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και των πρώην υπουργών Χρυσοχοΐδη και Μαλέσιου. Ενώ σχεδόν καθημερινές είναι οι ανακοινώσεις και οι διαρρέουσες πληροφορίες περί σκανδάλων στον χώρο της Υγείας, με εμπλεκόμενους πέντε πρώην υπουργούς από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. 

Το δίπολο «κάθαρση-σκανδαλολογία» επανήλθε δυναμικά στον δημόσιο βίο, ανασυγκροτώντας και τα αντίστοιχα στρατόπεδα οπαδών.   

Για λόγους που ανάγονται στους όρους και τις διαδικασίες συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους κι ανεξαρτήτως της προσωπικής κατάστασης και συγκρότησης ενός εκάστου των πολιτών, η μεγάλη πλειοψηφία τους δείχνει να είναι πεπεισμένη ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, το πολιτικό σύστημα στην ευρεία έννοιά του, προστατεύει τα μέλη του, που έχουν διατελέσει υπουργοί, ακόμη κι αν έχουν παρανομήσει.

Πρόκειται αναμφίβολα για μια άδικη γενίκευση, υπονομευτική του κύρους της πολιτικής κι εντέλει της ίδιας της Δημοκρατίας, όταν η συγκυρία και η πρόδηλη πολιτική σκοπιμότητα κανοναρχούν τις πράξεις των δρώντων προσώπων στην πολιτική κονίστρα.

Από το 1376

Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι από το 1376, οπότε εμφανίσθηκε στην Αγγλία η έννοια της πολιτικής ευθύνης, με τη λεγόμενη διαδικασία του impeachment -και για σχεδόν πέντε αιώνες-, κλείσθηκαν στις φυλακές ή αντιμετώπισαν τον δήμιό τους επιφανείς προσωπικότητες, όχι μόνο για εγκλήματα κατά του κράτους, αλλά και επειδή είχαν την ατυχία η διαβολή εις βάρος τους να συναντηθεί με τη δυσαρέσκεια του ηγεμόνα προς το πρόσωπό τους. Στα καθ’ ημάς, όπως διαπίστωνε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Θεόδωρος Φλογαΐτης, «η ποινική ευθύνη ενεργοποιείται εν ανωμάλοις χρόνοις, τουτέστιν εν παραμοναίς ή τη υστεραία επαναστάσεων». 

Η πολιτική εξόντωση του αντιπάλου, μέσω της δρομολόγησης μιας δικαστικής διαδικασίας, δεν είναι άγνωστο φαινόμενο ούτε στις ημέρες μας. Παρακολουθεί με εναλλασσόμενη ένταση τον πολιτικό-κοινοβουλευτικό κύκλο και κατά καιρούς κορυφώνεται με διώξεις κατά πολιτικών προσώπων, οι οποίες σπανίως είναι απαλλαγμένες εφήμερων πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Ο «νόμος περί ευθύνης υπουργών» παρακολουθεί τον πολιτικό βίο από το Σύνταγμα του 1864, ενώ με την τελευταία αναθεώρηση του 2001 έγινε μια συστηματική προσπάθεια να περιοριστεί δραστικά η συμμετοχή πολιτικών προσώπων στη δικαστική διαδικασία, για τον έλεγχο των πράξεων των υπό εξέταση υπουργών, με αντίστοιχη ενίσχυση του ρόλου των τακτικών δικαστών.

Η κοινή γνώμη

Ωστόσο, η κοινή γνώμη ελάχιστα δείχνει να μετακινείται από τις πάγιες απόψεις της, περί «της ατιμωρησίας των υπουργών», καθώς ο ίδιος ο πολιτικός κόσμος δείχνει να υποκύπτει σε τρέχουσες σκοπιμότητες και να μετατρέπει τον πολιτικό ανταγωνισμό σε παίγνιο εξόντωσης.

Ελάχιστοι πολίτες γνωρίζουν ότι την τροποποίηση, σε πιο αυστηρή κατεύθυνση, του περιβόητου άρθρου 86, ψήφισαν 268 βουλευτές από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., ενώ τον εκτελεστικό νόμο «περί ευθύνης υπουργών» του 2003 τον ψήφισαν και οι βουλευτές του ΚΚΕ και το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, που τώρα πρωτοστατούν στην καταγγελία του.

Ακόμη λιγότεροι πολίτες γνωρίζουν ότι με νόμο της κυβέρνησης Γ. Α. Παπανδρέου, ο οποίος καθιστά διαρκές έγκλημα τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καταδικάσθηκαν ο Άκης Τσοχατζόπουλος και ο Αναστάσιος Μαντέλης και κατηγορείται ο Γιάννος Παπαντωνίου.

Ούτε το Σύνταγμα ούτε ο εκτελεστικός νόμος εμπόδισαν τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, αλλά η σκανδαλολογία παραμένει ακλόνητη και φαντάζει τιτάνιο έργο να πεισθούν οι πολίτες ότι η αναζήτηση της αλήθειας και ο κολασμός των πραγματικά επίορκων πολιτικών δεν είναι υπόθεση που λύνεται με συζητήσεις στους καφενέδες της επικράτειας. Και πολύ περισσότερο δεν ικανοποιείται η εύλογη απαίτηση των πολιτών για έναν διάφανο δημόσιο βίο, όταν εγείρονται δηλητηριώδεις υπόνοιες για την ανεξαρτησία ενίων δικαστικών λειτουργών ή όταν υποθέσεις μείζονος δημοσίου συμφέροντος κι ενδιαφέροντος παρέλκουν στις δικαστικές αίθουσες.

Η εύκολη -και συγκυριακή- επιλογή ενός τμήματος του πολιτικού κόσμου να ποινικοποιήσει την πολιτική διαμάχη έχει καταγραφεί και στο πρόσφατο παρελθόν. Τα αποτελέσματα δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες όσων το επιχείρησαν και γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ήταν μια σκόπιμη επιλογή, προκειμένου να αποκρυφτούν από τους πολίτες οι ήκιστα επιτυχημένες πολιτικές που ασκήθηκαν και οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.