Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Δραγασάκης είχε το προνόμιο να συναντήσει τον Μίκη Θεοδωράκη σε ιδιαίτερες και κρίσιμες περιόδους της πολιτικής ζωής της χώρας και διηγείται στο «Επί… του Περιστυλίου» μερικές από αυτές.
Η πρώτη επαφή, θυμάται, πρέπει να ήταν το 1963 ή 1964 όταν ήταν 16χρονος μαθητής στο Γυμνάσιο της Ιεράπετρας και ήρθε ο Μίκης στην Κρήτη στην Ιεράπετρα σαν αρχηγός των Λαμπράκηδων.
«Πήρα την πρωτοβουλία και τον συνάντησα, μαζί με αλλά παιδιά, και του είπαμε : ‘Μίκη, θέλουμε να κάνουμε και εδώ Λαμπράκηδες’. Εκείνος μου απάντησε ‘γιατί να κάνετε Λαμπράκηδες, να κάνετε Σουκατζίδιδες’. Εγώ δεν ήξερα τότε ποιος ήταν ο Σουκατζίδης, έμαθα μετά ότι ήταν ο ήρωας της αντίστασης, που εκτελέστηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τους Γερμανούς. Ο Ν. Σουκατζίδης ήταν πρόσφυγας ζούσε στο Αρκαλοχώρι μια κωμόπολη του νομού Ηρακλείου, και ήταν αρραβωνιασμένος με μια δασκάλα στην Ιεράπετρα τη Χαρά Λιουδάκη, για αυτό μου το πρότεινε ο Μίκης» λέει ο Γ. Δραγασάκης και συνεχίζει:
«Τελικά κάναμε μια οργάνωση Λαμπράκηδων, αλλά μου είχε μείνει αυτό που μου είπε, για δυο λόγους: ο πρώτος, ήταν ότι ο Μίκης έδειχνε από τότε μια ευρύτητα πνεύματος. Κανονικά ως αρχηγός των Λαμπράκηδων θα έπρεπε να είχε στόχο πόσες οργανώσεις Λαμπράκηδων θα γίνουν. Εκείνος, όμως, έλεγε οργανωθείτε με όποιο τρόπο σας διευκολύνει, με βάση κάποιο τοπικό στοιχείο που να σας συνδέει με τους αγώνες, την ιστορία και τους ανθρώπους της περιοχής.
Ο δεύτερος λόγος ήταν αυτό που διέπνεε τον Θεοδωράκη, η δυνατότητα να συνδυάζει, να συνθέτει, όχι μόνο μουσική, αλλά διαφορετικές όψεις, διαστάσεις, δυναμικές. Και η μεγάλη του προσφορά ήταν ότι συνέδεσε την πολιτική με τον πολιτισμό και την κοινωνία. Η δράση μας ως Λαμπράκηδες στην Ιεράπετρα, αλλά και παντού, ήταν κυρίως πολιτισμική και ευρύτερα πολιτική, όχι στενά κομματική.
Ο Γκράμσι το είχε πει, αλλά ο Μίκης το έκανε. Και του έδωσε μάλιστα και μία μορφή κινηματική. Ακόμα και με τη μουσική των Beatles, και άλλα σύγχρονα ρεύματα της εποχής μας ενθάρρυνε με τη στάση του να γνωριστούμε διότι ο Μίκης δεν αντιπαρέθετε αλλά συνδύαζε μοντερνισμό με παράδοση με ένα ζωντανό, προωθητικό και δυναμικό τρόπο. Και βέβαια ο Μίκης δεν μας εξοικείωσε μόνο με τη μουσική αλλά με τη ποίηση, μεγάλη προσφορά στο λαό και στη ποίηση».
Κατά τον Γ. Δραγασάκη ο Μίκης Θεοδωράκης είχε κάνει «μια πρωτοποριακή ανάλυση: αν έπαιρνε η αριστερά την εξουσία, το πρόβλημα που θα είχε να αντιμετωπίσει θα ήταν το πολιτισμικό επίπεδο, όπως είχε γίνει και με τον Λένιν στη Ρωσία. Επομένως, δημιουργώντας από πριν τις προϋποθέσεις, αυτές θα διευκόλυναν και τον πολιτικό αγώνα της Αριστεράς όχι μόνο στον παρόντα χρόνο, αλλά και στον μέλλοντα. Ήταν μια πολύ βαθιά σκέψη του Μίκη».
«Προσωπικά θεωρούσα επίσης σημαντική τη σύνθεση που έκανε ο Μίκης με τον όρο «έντεχνη λαϊκή μουσική», δηλαδή το ότι πήρε μοτίβα της λαϊκής μουσικής -και αυτός και ο Χατζηδάκης και πολλοί άλλοι- και στη βάση αυτή έχτισε μετά έντεχνη μουσική, είτε λαϊκή, είτε ακόμη και συμφωνική».
Η δεύτερη μαρτυρία που έχει να καταθέσει ο Γ. Δραγασάκης αφορά την πολιτική γενναιοδωρία που διέκρινε τον Μίκη σε όλη τη διαδρομή του. Εξηγεί: «Βεβαίως ο Μίκης έκανε πολιτικά λάθη, τα είπε ο ίδιος, τα ξέρουμε. Το θέμα όμως είναι, ότι στη σχέση ενός αριστερού καλλιτέχνη και διανοούμενου με τον κομματικό φορέα της Αριστεράς, θα πρέπει να υπάρχει μια αμοιβαιότητα. Εδώ και ο φορέας τραυμάτισε τον Μίκη και ο Μίκης έκανε μετά κάποιες ενέργειες για τις οποίες και ίδιος μετά είχε μετανιώσει.
Αναφέρομαι στο γεγονός ότι μετά την χούντα το 1974, όταν έβαλε υποψηφιότητα στην Β΄ Πειραιά με την Ενωμένη Αριστερά δεν εξελέγη. Προφανώς οι ενδοαριστερές εντάσεις της εποχής έβαλαν το χέρι τους. Όπως και κάποιο άλλο γεγονός που θυμάμαι, δεν ξέρω αν είχε δοθεί τέτοια κατεύθυνση, είναι ότι κάποιοι αριστεροί σταμάτησαν να ακούν μουσική Θεοδωράκη. Προσωπικά διαφωνούσα. Και αργότερα ένοιωθα τυχερός που είχα κρατήσει όλους τους δίσκους του. Μέσα στην αριστερά όταν αρχίζει ένα εμφύλιος δημιουργούνται άγριες καταστάσεις από τις οποίες τελικά δεν ωφελούνται παρά μόνο οι αντίπαλοι της Αριστεράς».
«Ο Μίκης όμως», θυμάται ο Γ. Δραγασάκης, «ευκολά απογοητευόταν ή θύμωνε αλλά πάντα προσπερνούσε δυσάρεστες καταστάσεις, συγχωρούσε εύκολα, έβλεπε μπροστά, είχε πάντα ένα σχέδιο ή μια ιδέα για το μέλλον που τον κινητοποιούσε». Ο Γ. Δραγασάκης υπενθυμίζει ότι ενώ συνέβησαν αυτές οι δυσάρεστες καταστάσεις και εντάσεις ο Μίκης επανέκαμψε το 1977 στο ΚΚΕ. «Τον έφερε ο Χαρίλαος Φλωράκης και εγκαταστάθηκε στον Περισσό. Πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργήσει την Κίνηση για την Ενότητα της Αριστεράς, (ΚΕΑ) με τον Μ. Ανδρουλάκη και με άλλα στελέχη, αλλά ο Μίκης ήταν η ‘σημαία’ του εγχειρήματος».
«Ήταν μια σωστή επιλογή διότι ο περιβόητος εμφύλιος μεταξύ του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσωτερικού πολιτικά το 1977 είχε λήξει. Δεν είχε νόημα τότε το ΚΚΕ να αναλώνει δυνάμεις για να πολεμά το ΚΚΕ Εσωτερικού. Έχω συγκρατήσει την προσπάθεια που έκανε ο Χαρίλαος για να τον επιβάλλει διότι υπήρχαν αντιδράσεις λόγω των προηγούμενων εντάσεων που ανέφερα.
Ο Χαρίλαος χρησιμοποιούσε για αυτό δυο επιχειρήματα: Έλεγε ότι όπου πάω, τον Θεοδωράκη ξέρει ο κόσμος όχι εμένα. Επικαλέστηκε μάλιστα ένα ταξίδι του στη Σιβηρία λέγοντας ότι ‘ακόμα και στη Σιβηρία τον Μίκη ξέρουν’, θέλοντας να τονίσει την εμβέλεια του Μίκη και ότι έπρεπε αυτός να αξιοποιηθεί.
Το δεύτερο επιχείρημά του -σε πιο στενούς κύκλους- ήταν ότι οι καλλιτέχνες έχουν ιδιαιτερότητες. ‘Μην περιμένετε από τον Μίκη -έλεγε-να έχει την ίδια πειθαρχία που έχει ένας εργάτης».
«Πολλοί από τους νεότερους», λέει, «στηρίξαμε τότε αυτό το άνοιγμα και αναπτύχθηκε έτσι μια κοινή δράση μέχρι ένα σημείο. Ήταν ίσως ένα πρόδρομο βήμα για τον ενιαίο συνασπισμό που επιχειρήθηκε αργότερα. Στη συνέχεια έγιναν κάποια πράγματα, όχι ευχάριστα ούτε για εμάς ούτε για τον ίδιο. Αναφέρομαι στο 1989 που ήταν υποψήφιος με την ΝΔ.
«Τον Μίκη κινητοποιούσε πάντα κάποιο ισχυρό συναίσθημα»
Ο Μίκης, ως γνωστόν λειτουργούσε στην πολιτική πάντα, με τρόπο παρόμοιο όπως και στη μουσική, με την έννοια ότι τον κινητοποιούσε κάποιο ισχυρό συναίσθημα, κάποια ιδέα, έμπνευση, παρόρμηση, σχέδιο. Δεν ήταν ψυχρός πολιτικός, επαγγελματίας πολιτικός, κινείτο με τα συναισθήματά του, ή θα είχε μεγάλη χαρά ή θα είχε μεγάλη θλίψη».
Το τρίτο γεγονός που έχει συγκρατήσει έντονα ο Γ. Δραγασάκης είναι η περίοδος των μνημονίων. «Εδώ», αναφέρει, «αναπτύσσεται ξανά μια σχέση. Άρχισαν κάποιες επαφές και συζητήσεις άμεσα ή μέσω κοινών φίλων, και μου έκανε εντύπωση ότι αυτό που ανέφερα ως μεγαλοκαρδία ή ανοιχτότητα εμφανίζεται και εδώ. Δεν εμπόδιζε τον Μίκη τι είχε προηγηθεί. Σε αντιμετώπιζε πάντα σαν να είναι μια καινούργια αρχή».
«Στη συνέχεια», τονίζει, «οι επαφές πήραν πιο πολιτικό χαρακτήρα γιατί έγιναν συναντήσεις με την παρουσία και του Α. Τσίπρα και του Μ. Γλέζου σε μια προσπάθεια να βρεθεί κάποιο κοινό σχήμα ή τρόπος να εκφραστούν όλες οι δυνάμεις που ήταν αντίθετες με τα μνημόνια. Αυτό δεν έγινε εφικτό για διάφορους λόγους».
«Αργότερα όταν ήμουν Αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση με φώναξε ο Μίκης και βρεθήκαμε. Αυτό συνδέεται με τα προηγούμενα, γιατί αυτός στην αρχή στήριζε τον Α. Τσίπρα και το ΣΥΡΙΖΑ αλλά στην συνέχεια όπως είναι γνωστό υπήρξε κάποια αποστασιοποίηση, αλλά παρόλα αυτά με φώναξε και συζητούσαμε».
«Το ενδιαφέρον είναι, ότι τότε μου είπε κάτι που το θυμήθηκα με αφορμή αυτά που κατέγραψε στην τελευταία του επιστολή περί «μεγάλων μεγεθών». Τον απασχολούσε φαίνεται από καιρό». ‘¨Όσο περνούν τα χρόνια’, «μου είχε πει» ‘επιστρέφω σε αυτό που θεωρώ όχι ρίζες, αλλά τον πιο σκληρό πυρήνα της ζωής μου’, «εννοώντας τις πιο καθοριστικές στιγμές της ζωής του, τις πιο σκληρές ίσως αλλά και τις πιο αποφασιστικές». ‘Επιστρέφω διαρκώς στην αντίσταση και ειδικά στο Δεκέμβρη του 1944’. «Δεν νομίζω πως αναφερόταν σε ένα μεμονωμένο γεγονός, πχ μια μάχη, αλλά ως μια συνολικότερη συνθήκη όπου αυτός συμμετείχε όλη μέρα στις ένοπλες συγκρούσεις και το βράδυ πήγαινε σε ένα σπιτάκι στα Πετράλωνα, όπου κρυβόταν, και έγραφε κλασσική μουσική με το όπλο δίπλα του».
«Μου αποτυπώθηκε η εικόνα του ανθρώπου που κάθεται με λυχνάρι και γράφει κλασσική μουσική έντονα επηρεασμένη από τις συνθήκες και τις συγκρούσεις της περιόδου. Μάλιστα μου χάρισε και δύο CD με τη μουσική δωματίου Ι και ΙΙ, ‘τα έργα του Δεκέμβρη’, όπως τα ονόμασε, που έγραψε ή σχεδίασε εκείνη την περίοδο».
«Σκληρός πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρώπινης διαδρομής στη ζωή»
«Όλο αυτό το πράγμα περιέγραφε ο Μίκης ως ‘Δεκέμβρη’, την σύγκρουση, την συμμετοχή στις μάχες, το παιγνίδι με το θάνατο, το δημιουργικό του πάθος και την μουσική έκφρασή του, εξηγώντας μου ότι εκείνος πάντα έτσι έγραφε. Αυτό κρατάω από αυτή την συνομιλία μας. Την έννοια του ‘σκληρού πυρήνα’ της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρώπινης διαδρομής στη ζωή, που έχει να κάνει με τις αξίες, τα διλήμματα, τις επιλογές που μας καθόρισαν και που κάποιοι αποκαλούν μοίρα, ή τύχη. Σκέφτομαι ότι όντως ισχύει αυτό, όσο περνάει η ζωή λες τι με σημάδεψε, τι καθόρισε την πορεία μου!»
Ο Γ. Δραγασάκης επισημαίνει και τις καινοτόμες και πρωτοποριακές πολιτικές πρωτοβουλίες του Μίκη, την δεκαετία του 80, όπως η ελληνοτουρκική φιλία και οι συναυλίες σε όλη την Ευρώπη για θέματα περιβάλλοντος και την αξιοποίηση ηλιακή ενέργεια στη φάση της ανόδου του οικολογικού κινήματος στην Ευρώπη. «Θέλω να πω ότι και τότε ανέπτυσσε δραστηριότητες με βάση το κοινωνικό πρόβλημα που υπήρχε κάθε φορά και όπως αυτός το καταλάβαινε» λέει.
Όταν ερωτάται για την αποτίμηση του έργου που αφήνει πίσω του ο Μίκης τονίζει: «Η αποτίμηση μιας προσωπικότητας του μεγέθους του Θεοδωράκη είναι μια πολύ σύνθετη υπόθεση και αυτά που σας κατέθεσα είναι βιώματα και όχι προσπάθεια μιας συνολικής αξιολόγησης. Αυτό όμως που θεωρώ ότι είναι σημαντικό, είναι να αποτραπεί η εμπορευματοποίηση και η εργαλειοποίηση του Θεοδωράκη».
«Βεβαίως ανήκει σε όλους ως ένα «κοινό αγαθό», όπως κάθε δημιουργία, αλλά μου φαίνεται υποκριτικό και νοσηρό να απολαμβάνει κάποιος τη μουσική του Θεοδωράκη και την ίδια ώρα να ανέχεται το φασισμό, το ρατσισμό, ή τα σύγχρονα ολοκαυτώματα κοινωνικά αποκλεισμένων και των δαιμονοποιημένων μεταναστών και προσφύγων. Άρα ο Θεοδωράκης, είναι όντως οικουμενικός αλλά από την άλλη μεριά η σχέση του καθενός με τον Θεοδωράκη είναι διαφορετική. Κι εκεί νομίζω ότι είναι η διαφορά, στο διαφορετικό περιεχόμενο που έχει η σχέση του καθένα και της καθεμιάς με το έργο και τη ζωή του Θεοδωράκη αφού αυτά τα δυο είναι αξεχώριστα. Δηλαδή, ναι μεν δεν είναι ιδιοκτησία κανενός ο Θεοδωράκης, αλλά η δική μας σχέση η αγωνιστική, η σχέση έμπνευσης, η ταύτιση σε κοινές αξίες και κοινούς αγώνες είναι ξεχωριστή, μοναδική και μη αναλώσιμη. Εδώ, με την έννοια αυτή, έχει νόημα να σκεφτόμαστε και να μιλούμε για «το δικό μας Θεοδωράκη». Θα έλεγα πως έχουμε και χρέος να το κάνουμε αυτό. Διότι ο τρόπος για να τιμήσει κανείς τον Θεοδωράκη, από εδώ και πέρα νομίζω, είναι να υποστηρίξει την ουσία του δημιουργικού του έργου και της προσφοράς του και να αποτρέψει κάθε μορφή εμπορευματοποίησης».
Στην καταληκτική ερώτηση πως θα συμπύκνωνε την συνολική προσφορά του Μίκη στην τέχνη και την πολιτική απαντά:
«Με την τέχνη και τους αγώνες του, ενέπνευσε γενιές ολόκληρες και έγινε οικουμενικό σύμβολο αντίστασης και πολιτισμού. Έδωσε όραμα στη νέα γενιά και φωνή στην πάλη των ανθρώπων για πρόοδο. Έβαλε τη σφραγίδα του σε ό,τι θετικό έχουμε να επιδείξουμε ως σύγχρονη ελληνική κοινωνία».