Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
Από το μακρινό 1976, οπότε είχε εκλεγεί ως 39ος πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζίμι Κάρτερ, η Αθήνα εμφανιζόταν να επενδύει τόσες πολλές ελπίδες στην προεδρική εκλογή της 8ης Νοεμβρίου 2016 στην υπερατλαντική υπερδύναμη.
Τότε ήταν το Κυπριακό, η εισβολή του Αττίλα στη Μεγαλόνησο μετρούσε μόλις δύο χρόνια, η Αθήνα και η ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ πίστευαν ότι ήταν ζήτημα χρόνου ο πρόεδρος Κάρτερ, διαδεχόμενος τη διοίκηση Νίξον-Φορντ και του απολύτως μισητού -τότε- υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, να διατάξει την Άγκυρα να αποσύρει τα κατοχικά στρατεύματα από την Κερύνεια και τον Πενταδάκτυλο. Η διάψευση υπήρξε απόλυτη, όταν αντ’ αυτού ο Λευκός Οίκος, παρακάμπτοντας την αντίθεση του Κογκρέσου, ήρε και το εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί στην Τουρκία.
Τώρα, 40 χρόνια μετά, η Αθήνα μετά βίας έκρυβε την προσδοκία της για μια αποτελεσματική παρέμβαση της Ουάσιγκτον προς το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας να στέρξουν σε μια σοβαρή ρύθμιση -κι απομείωση του άχθους- του χρέους.
Έχοντας υπολογίσει σε μια συνέχεια της λογικής που ήταν κυρίαρχη στη διοίκηση Ομπάμα, μέσω της εκλογής της Χίλαρι Κλίντον, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται από τα ξημερώματα, χθες, αντιμέτωπη με τον 45ο εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ εισβάλλει στο προσκήνιο ως ο «μαύρος κύκνος» της Ιστορίας, ως φορέας και ενσαρκωτής του «απρόβλεπτου», του «άγνωστου» και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και του «επίφοβου».
Η κυβέρνηση, όσο κι αν υποστηρίζει ότι είχε προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και για την εκλογή Τραμπ, αντιμετωπίζει με δέος την πιθανότητα οι ΗΠΑ να επιλέξουν έναν δρόμο αποστασιοποίησης και σταδιακής απόσυρσης από την πρώτη γραμμή της διεθνούς δράσης.
Μια τέτοια επιλογή θα έχει αυτονόητες συνέπειες και στις προσπάθειες της Αθήνας να προωθήσει, με πιθανότητες επιτυχίας, την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, υπέρ της οποίας είχε ταχθεί ο πρόεδρος Ομπάμα και ο υπουργός του επί των Οικονομικών Τζακ Λιου.
Ο νέος πρόεδρος -θα αναλάβει τα καθήκοντά του την 20ή Ιανουαρίου 2017- τη μία και μοναδική φορά που αναφέρθηκε στην Ελλάδα ήταν την 1η Ιουλίου 2015, όταν ήταν σε πλήρη εξέλιξη οι συνομιλίες της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους-δανειστές, οι οποίες κατέληξαν στη συνομολόγηση του 3ου μνημονίου.
Τότε, σε συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, είχε δηλώσει ότι αν ήταν πρόεδρος «δεν θα εμπλεκόταν υπερβολικά» στο θέμα του ελληνικού χρέους.
Όπως εξήγησε, «έχουμε αρκετά προβλήματα, ας αφήσουμε τη Γερμανία να χειριστεί το θέμα του ελληνικού χρέους. Ο Πούτιν πιθανότατα θα παρέμβει για να σώσει την κατάσταση, αν δεν το κάνει η Γερμανία».
Τους επόμενους μήνες δεν έλειψαν οι σχετλιαστικές αναφορές του στην Ελλάδα, ως παραδείγματος οικονομικής καταστροφής προς αποφυγήν, αν και δεν επανήλθε στην υπόθεση του ελληνικού χρέους. Ίσως γιατί, εν τω μεταξύ, στο οικονομικό επιτελείο του είχε ενταχθεί ο Τζον Πόλσον, δισεκατομμυριούχος διαχειριστής κεφαλαίων, αλλά το σημαντικότερο, και βασικός μέτοχος στην Τράπεζα Πειραιώς, στην Alpha Bank και την ΕΥΔΑΠ.
Ο Τζον Πόλσον, όχι μόνον έχει γνώση των ελληνικών πραγμάτων, αλλά παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην οικονομία και μάλιστα τον Ιανουάριο, μαζί με τους κορυφαίους επενδυτές Πρεμ Γουάτσα και Γουίλμπορν Ρος, είχε συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου.
Πώς σχολίασε την εκλογή Τραμπ ο πολιτικός κόσμος
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος -οικοδεσπότης του Μπαράκ Ομπάμα το διήμερο 15-16 Νοεμβρίου- απέστειλε χθες συγχαρητήριο μήνυμα στον Ντόναλντ Τραμπ, σημειώνοντας πως «η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνδέονται με μια μακρόχρονη και ανθεκτική φιλία, βασισμένη στις κοινές αξίες της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Σήμερα οι δύο χώρες μας είναι σημαντικοί σύμμαχοι, συνδεόμενοι τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ευρωατλαντικής κοινότητας, όσο και με τα εκατομμύρια Αμερικανών με ελληνική καταγωγή».
Ο κ. Παυλόπουλος διατύπωσε την πεποίθησή του ότι κατά τη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ «οι δεσμοί αυτοί θα συνεχίσουν να ενισχύονται και να εμπλουτίζονται, προς αμοιβαίο όφελος των εθνών μας, καθώς και προς όφελος της παγκόσμιας ειρήνης, σταθερότητας και προόδου».
Συγχαρητήρια επιστολή στον νικητή των αμερικανικών εκλογών απέστειλε ο πρωθυπουργός, στην οποία υπογραμμίζει τους παραδοσιακούς δεσμούς φιλίας που ενώνουν τους δύο λαούς, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι οι σχέσεις μπορεί να γίνουν στερεότερες επ’ ωφελεία των δύο λαών, της ειρήνης αλλά και της περιφερειακής σταθερότητας.
Ο κ. Τσίπρας αναφέρεται στους παραδοσιακούς δεσμούς φιλίας με τους οποίους συνδέονται διαχρονικά ο ελληνικός και ο αμερικανικός λαός, στη βάση κοινών αξιών δημοκρατίας, κράτους δικαίου και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός εκφράζει, τέλος, την πρόθεση να εμβαθύνει η συνεργασία Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών προς όφελος των δύο λαών, της ειρήνης, και της περιφερειακής σταθερότητας.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε ότι «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι σχέσεις πολύ ισχυρές, σχέσεις γεωπολιτικά σημαντικές και σε κάθε περίπτωση δεν θα επηρεαστούν από το εκλογικό αποτέλεσμα».
Ως πρόκληση προς «τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο να δώσουν άμεσα απαντήσεις και λύσεις στα προβλήματα των απλών ανθρώπων» αντιμετώπισε η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά την εκλογή Τραμπ.
Για το ΚΚΕ, Τραμπ και Κλίντον «εκπροσωπούσαν αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου και θα συνεχίσουν την αντιδραστική, αντιλαϊκή πολιτική σε βάρος του αμερικανικού λαού».
Το Ποτάμι επισήμανε: «Η Ευρώπη γιορτάζει αυτές τις μέρες την επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου που διαιρούσε την ήπειρο επί μισό αιώνα. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όμως, επικράτησε ένας άνθρωπος που θέλει να χτίσει παντού νέα τείχη. Από το εμπόριο μέχρι τα σύνορα. Οι οπισθοδρομικές δυνάμεις -από τη Λεπέν έως τον Φάρατζ και τον Π. Καμμένο- πανηγυρίζουν για την εκλογή Τραμπ. Εμείς έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε. Η θέση του ότι ”το ελληνικό πρόβλημα είναι υπόθεση της Γερμανίας” δείχνει πώς θα πορευθεί… Ήρθε η ώρα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να ξεπεράσουν εγωισμούς και εθνικισμούς και να συζητήσουν ξανά για την πραγματικά Ενωμένη Ευρώπη, που θα αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση. Αν δεν σημάνει συναγερμός τώρα, οι μέρες που θα έρθουν θα είναι σκοτεινές».
Η επίσκεψη Ομπάμα στην Αθήνα
Η Αθήνα θα υποδεχθεί στις 15 Νοεμβρίου έναν απερχόμενο πρόεδρο, με τον οποίο είχε αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας και με βασικές πολιτικές επιλογές του οποίου συμφωνούσε, ενώ την ίδια στιγμή στην Ουάσιγκτον θα ετοιμάζεται για τη μετακόμισή του στον Λευκό Οίκο ένας εν πολλοίς «άγνωστος Χ».
Κι όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα, ακόμη κι αυτό το γεγονός «εσωτερικοποιήθηκε», τροφοδοτώντας τη διαμάχη κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η αρμόδια τομεάρχης της Ν.Δ. Ντόρα Μπακογιάννη σημείωσε πως «η επίσκεψη, πλέον, Ομπάμα δεν μπορεί να έχει την επιρροή την οποία περιμέναμε, διότι η επαφή Ομπάμα – Τραμπ είναι μηδενική».
Άμεση και δυσανάλογα οξεία η απάντηση του Μεγάρου Μαξίμου, καθώς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος δήλωσε ότι «προκαλεί αποστροφή η σπουδή στελεχών της Ν.Δ., όπως η κα Μπακογιάννη, να προεξοφλήσουν αποτυχία της επίσκεψης του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στην Αθήνα. Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, η διαπραγμάτευση για το ελληνικό χρέος αποτελεί εθνική υπόθεση, στην οποία θα όφειλε να συνδράμει η αντιπολίτευση. Αντίθετα, και την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη συζητά την ανάγκη βιώσιμης λύσης στο ελληνικό χρέος, η Ν.Δ. σπεύδει να προτάξει τις μικροκομματικές της επιδιώξεις».
Το Μέγαρο Μαξίμου επιμένει ότι είναι «τεράστιας πολιτικής σημασίας η επίσκεψη Ομπάμα», εξηγώντας ότι εν όψει της 5ης Δεκεμβρίου, οπότε θα συνεδριάσει το Eurogroup, «η βοήθεια του νυν Αμερικανού προέδρου στους στόχους της Ελλάδας, για τη διευθέτηση του χρέους θα είναι πάρα πολύ σημαντική».