Από την έντυπη έκδοση
Η πρώτη, έπειτα από 65 χρόνια, επίσημη επίσκεψη Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα, στην οποία Αθήνα κι Άγκυρα έδωσαν τον χαρακτηρισμό «ιστορική», μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τέτοια, αλλά για λάθος λόγους.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος την προσφώνηση του Έλληνα οικοδεσπότη του, Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου, έθεσε εντός του Προεδρικού Μεγάρου το σύνολο της τουρκικής αναθεωρητικής ατζέντας, σε όλο το φάσμα κι εύρος των διμερών σχέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Η περί του συγκεκριμένου θέματος επιχειρηματολογία του κ. Ερντογάν, η αναφορά σε «αρχιμουφτή» κι «εκλογή των μουφτήδων» επαναφέρει στον 21ο αιώνα καταστάσεις που επικρατούσαν επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας (!) και δεν προνοούνται από Συνθήκες και Συμβάσεις και πάντως όχι από τη Συνθήκη της Λωζάννης, εκτός κι αν η Άγκυρα -δίχως να το ομολογεί- επιθυμεί να αναβιώσει η Συνθήκη των Αθηνών του 1913!
Αξιοσημείωτη η επιμονή του κ. Ερντογάν να θέτει ζήτημα «αναθεώρησης» ή «επικαιροποίησης» της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, η οποία αποτελεί το μοναδικό και βασικό κείμενο ρύθμισης των σχέσεων συνύπαρξης Ελλάδας και Τουρκίας, έπειτα από έναν αιώνα αιματηρών συγκρούσεων.
Το κλίμα που επικρατούσε χθες το μεσημέρι στο Προεδρικό Μέγαρο επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις πολιτικών-διπλωματικών παρατηρητών, αλλά και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, περί ήκιστα προετοιμασμένης επίσκεψης από την πλευρά των δύο κυβερνήσεων.
Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο η επίσκεψη Ερντογάν να καταλήξει σε πλήρη αποτυχία, αιτιολόγησε την πρωτοβουλία της να απευθύνει τη σχετική πρόσκληση και μέσω αξιωματούχου της διαμήνυσε πως «έχουμε καθήκον και υποχρέωση, με δεδομένη την αποσταθεροποιημένη περιοχή και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ευρωτουρκικές σχέσεις να είμαστε ο σταθεροποιητικός παράγοντας και να παίρνουμε γενναίες πρωτοβουλίες. Στο πλαίσιο αυτό τείνουμε ακριβώς χείρα φιλίας στην Τουρκία και είναι στο χέρι της εάν θα αξιοποιήσει την πρωτοβουλία μας. Το τανγκό θέλει πάντα δύο».
Σε διαφορετικό ύφος -και κλίμα- ήταν η συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Τούρκο πρόεδρο και είναι κοινή πεποίθηση ότι ο πρωθυπουργός με τον τρόπο που επέλεξε να θέσει τις ελληνικές θέσεις, απορρίπτοντας τις τουρκικές αναθεωρητικές βλέψεις, έσωσε την κατάσταση, αποτρέποντας ένα οδυνηρό ναυάγιο.
Ο κ. Τσίπρας διαβεβαίωσε τον κ. Ερντογάν για την πίστη του στην αξία της ελληνοτουρκικής φιλίας, επισημαίνοντας ότι η πρόσκλησή του «σκοπό έχει να επιδιώξουμε να χτίσουμε γέφυρες μεταξύ μας και όχι να υψώσουμε τείχη».
Ο Τούρκος πρόεδρος ανταποκρίθηκε στο ύφος του πρωθυπουργού κι αντιλαμβανόμενος την εύλογη ελληνική ευαισθησία για τη Συνθήκη της Λωζάννης, διαβεβαίωσε δημοσίως: «Εμείς ως χώρα, ως Τουρκική Δημοκρατία, ποτέ δεν εποφθαλμιούμε τα εδάφη μιας άλλης χώρας».
Ωστόσο, αν και αναγνώρισε «τα λάθη που έγιναν από προηγούμενες πολιτικές, που οδήγησαν στην αποχώρηση πολιτών, που ήταν μέλη της μειονότητας στην Τουρκία» (σ.σ. εννοεί τους Έλληνες που εκδιώχθηκαν από την Κωνσταντινούπολη) επέμεινε να ομιλεί περί της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, επικαλούμενος μάλιστα και το κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ της περιοχής αυτής και της υπόλοιπης Ελλάδας.
Να σημειωθεί πάντως, ότι στη συνέντευξη Τύπου ο κ. Ερντογάν αναγνώρισε τη διαφορετικότητα εντός της μειονότητας, ομιλώντας για τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά, αναγνώρισε ότι το μέλλον της είναι εσωτερική υπόθεση της Ελλάδας, επιμένοντας πάντως στα περί «εκλογής» του μουφτή και στα περί «αρχιμουφτή».
Στην ίδια συνέντευξη, ο πρωθυπουργός αποσαφήνισε κατηγορηματικά ότι οι αναγκαίες ρυθμίσεις που αφορούν Έλληνες πολίτες, όπως είναι και οι μουσουλμάνοι στη Θράκη, δεν είναι ζήτημα διακρατικής διαπραγμάτευσης.
Μάλιστα, ο κ. Τσίπρας, σχολιάζοντας τα περί θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα, ανέφερε όλες τις ανακατασκευές τζαμιών στην Ελλάδα και τόνισε ότι στη χώρα μας «ουδέποτε σκεφτήκαμε να κάνουμε μια θρησκευτική λειτουργία όπως εσείς -κακώς- κάνατε επανειλημμένα στην Αγία Σοφία». Ο πρωθυπουργός καλωσόρισε τη δήλωση Ερντογάν ότι η Τουρκία «δεν εποφθαλμιά την εδαφική ακεραιότητα καμιάς χώρας και καμιάς γείτονος χώρας», και ζήτησε να τερματισθεί η τουρκική παραβατική δραστηριότητα στο Αιγαίο και να αρθεί το casus belli.
Το Κυπριακό και οι «οκτώ»
Για το Κυπριακό ζήτησε την επανέναρξη των συνομιλιών, για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, στη βάση του πλαισίου που έθεσε ο γ.γ. του ΟΗΕ, ενώ ο κ. Ερντογάν επέρριψε αποκλειστικά στη Λευκωσία την ευθύνη για την αποτυχία των συνομιλιών.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στους εκζητούμενους από την Άγκυρα Τούρκους αξιωματικούς, ο κ. Τσίπρας επανέλαβε ότι οι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στη χώρα μας, αλλά στην Ελλάδα -κράτος δικαίου- η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και οι αποφάσεις της πρέπει να γίνονται σεβαστές.
Νωρίτερα, στο Προεδρικό Μέγαρο, ο Πρόεδρος κ. Παυλόπουλος είχε τονίσει πως «η Συνθήκη της Λωζάννης είναι για εμάς αδιαπραγμάτευτη, δεν παρουσιάζει κενά και δεν χρειάζεται ούτε επικαιροποίηση ούτε αναθεώρηση, ισχύει ως έχει, δεν αφήνει περιθώρια για γκρίζες ζώνες και ρυθμίζει τα θέματα αναφορικά με τις αντίστοιχες μειονότητες, καθορίζοντας ότι στην Ελλάδα υπάρχει θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα, της οποίας τα δικαιώματα γίνονται απολύτως σεβαστά. Η Συνθήκη αποτελεί τη βάση που μπορεί και πρέπει να στηρίξει τη φιλία μας και τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας και για εμάς τους Έλληνες καθορίζει, μεταξύ άλλων και τα σύνορα και το έδαφος και την κυριαρχία της Ελλάδας και της Ε.Ε.».
Τι συμφώνησαν Αθήνα και Άγκυρα
Στις συνομιλίες μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας συμφωνήθηκαν τα παρακάτω:
- Υπό την υψηλή εποπτεία των δύο ηγετών να επαναρχίσουν συνομιλίες για την καθιέρωση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, με ενεργό συμμετοχή της στρατιωτικής ηγεσίας και της υπηρεσιακής ηγεσίας των ΥΠ.ΕΞ.
- Να επαναληφθούν διερευνητικές συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα.
- Νέα μέτρα για συνεργασία στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας που θα συμβάλλουν στην αποσυμφόρηση των νησιών.
- Να πραγματοποιηθεί το επόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας το συντομότερο δυνατόν και να συσταθεί Μικτή Οικονομική Επιτροπή. Συμφωνήθηκε η προώθηση σειράς έργων υποδομών.
Τέλος, η Αθήνα επισήμανε ότι στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και τη δημοκρατία στη γείτονα – με επιστροφή στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Επισημάνσεις από ΗΠΑ, Ευρώπη και Κύπρο
Η επίσκεψη Ερντογάν και οι δηλώσεις του σχολιάστηκαν από ΗΠΑ, Ε.Ε. και Λευκωσία.
«Για τις ΗΠΑ είναι θέμα αρχής να υποστηρίζουν την κυριαρχία των χωρών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδος και της Τουρκίας» δήλωσε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην ανταποκρίτρια της ΕΡΤ στην Ουάσιγκτον Λένα Αργύρη, με αφορμή τη θέση Ερντογάν, περί αναγκαιότητας επικαιροποίησης της Συνθήκης της Λωζάννης.
Στις Βρυξέλλες, αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε πως «η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα μετά από 65 χρόνια αποδεικνύει την αποφασιστικότητα και των δύο πλευρών να προωθήσουν τις διμερείς τους σχέσεις και να ενισχύσουν τις σχέσεις καλής γειτονίας. Είναι σημαντικό η Ε.Ε. και η Τουρκία να συνεχίζουν το διάλογο και την άμεση επαφή» και τόνισε: «Οι προσδοκίες μας για τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες αναφορικά με το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις σχέσεις καλής γειτονίας και τη δέσμευσή τους στο διεθνές δίκαιο και τις συνθήκες είναι σαφείς σε όλους. Βλέπουμε αυτή την επίσκεψη ως επαναβεβαίωση των απτών αποτελεσμάτων που έφερε η επιτυχής εφαρμογή της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας. Η Ε.Ε. και η Τουρκία έχουν κοινά συμφέροντα και συνεργάζονται σε πολλούς τομείς. Χρειάζεται εποικοδομητική προσέγγιση για να διατηρήσουμε τις σχέσεις μας και να τις προωθήσουμε».
Στη Λευκωσία, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης επισήμανε πως η δήλωση του Τούρκου προέδρου, για τη Συνθήκη της Λωζάννης «σίγουρα δεν ήταν μια δήλωση προς την ορθή κατεύθυνση, λαμβάνοντας υπόψη και τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης και γενικότερα την προσέγγιση της διεθνούς κοινότητας στη Συνθήκη».
Προχειρότητα καταλογίζει η αντιπολίτευση
Ασυγχώρητη προχειρότητα και αδικαιολόγητο έλλειμμα προετοιμασίας καταλόγισε στην κυβέρνηση η Ν.Δ., σχολιάζοντας τα πρώτα αποτελέσματα της επίσκεψης Ερντογάν. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε χθες στον Τούρκο πρόεδρο ότι η αμφισβήτηση των διεθνών συνθηκών υπονομεύει τις σχέσεις καλής γειτονίας και καταδίκασε τις «αθεμελίωτες και ανεδαφικές» αξιώσεις της Τουρκίας.
Ο κ. Μητστοτάκης συναντήθηκε χθες με τον κ. Ερντογάν και διεμήνυσε ότι η ειρηνική συνύπαρξη του ελληνικού και του τουρκικού λαού απαιτεί «υπευθυνότητα, σωφροσύνη και καλή θέληση, μακριά από συμπεριφορές και δηλώσεις που πυροδοτούν τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό». Υπογράμμισε, μάλιστα, στον συνομιλητή του ότι το Διεθνές Δίκαιο και οι Διεθνείς Συνθήκες «μας δείχνουν τον δρόμο» και ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του ότι κάθε αμφισβήτησή τους «όχι μόνον δεν βοηθά, αλλά υπονομεύει τις σχέσεις καλής γειτονίας».
Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά επισήμανε πως «οι άκαμπτες δηλώσεις Ερντογάν μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη αρχικά είχαμε προβλέψει και τονίσει: ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως διπλωματική προετοιμασία της επίσκεψής του. Απαράδεκτο, αλλά κυρίως επικίνδυνο για τη χώρα».
Το ΚΚΕ επισήμανε ότι η επίσκεψη Ερντογάν «έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική ηγεσία, που κατέχει το 40% της Κύπρου, να θέσει το συνολικό πλαίσιο των τουρκικών διεκδικήσεων».
Το Ποτάμι τόνισε πως ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας «θέτει με τον πιο επίσημο τρόπο στην Αθήνα τις τουρκικές διεκδικήσεις».
Η Ένωση Κεντρώων, εκφράζοντας την έντονη διαφωνία της με την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, σημείωσε ότι «ο κ. Ερντογάν θυμίζει αυτά που τον συμφέρουν και ξεχνάει όσα βάρβαρα και απάνθρωπα εκθέτουν τη χώρα του…Ο φίλος μας ο κ. Ερντογάν τελικά πήρε από τον κ. Τσίπρα αυτό που ήθελε».
Το ΚΙΝΗΜΑ Δημοκρατών Σοσιαλιστών σημείωσε πως οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις «απαιτούν στρατηγική, σοβαρούς χειρισμούς και κυρίως, όχι αυτοσχεδιασμούς που μπορούν να βλάψουν τα εθνικά μας θέματα» και τόνισε: «Κατά συνέπεια, είναι ακατανόητοι και το λιγότερο ατυχείς οι χειρισμοί του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου».