Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]
Κρίσιμα ερωτήματα, για την σκοπιμότητα και τον χρόνο που επιλέχθηκε, εγείρει μέχρι στιγμής η διήμερη επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα. Η επιθετική στάση του Προέδρου της Τουρκίας, κυρίως μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο αλλά και λίγο αργότερα στο Μέγαρο Μαξίμου, δίνει αρνητική τροπή σε μία επίσημη επίσκεψη για την οποία η Αθήνα διαβεβαίωνε ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη και θα αναβάθμιζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πέραν των προφανών αρνητικών επιπτώσεων στην εικόνα της χώρας, το πολιτικό και διπλωματικό σόου Ερντογάν και κυρίως η επιλογή του Τούρκου προέδρου να μετατρέψει σε αντικείμενο επίσημου διαλόγου όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις των τελευταίων δεκαετιών που μέχρι χθες έμεναν πίσω από τις κλειστές πόρτες βγάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από μία μακρά περίοδο ύφεσης και τις βάζει σε μία νέα απρόβλεπτη και ρευστή περίοδο σε μία πολύ ταραγμένη διεθνή γειτονιά.
Όλα αυτά, πριν ακόμη ο Τούρκος Πρόεδρος επισκεφτεί την Παρασκευή τη Θράκη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι συνομιλίες του Ταγίπ Ερντογάν με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο και κατόπιν με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα αντιμετωπίστηκαν σχεδόν από το σύνολο των διεθνών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ως αιφνίδια αλλαγή κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με αναλυτικές αναφορές στην επιθετικότητα του Ερντογάν και την αντίδραση της Αθήνας, η οποία στην αρχή έδειξε να αιφνιδιάζεται και μετά να «σηκώνει το γάντι».
Σίγουρα, αυτός δεν ήταν ένας από τους στόχους της ελληνικής διπλωματίας, κατά την προετοιμασία και επίσημη αποδοχή της επίσκεψης Τούρκου προέδρου στην Αθήνα μετά από 65 χρόνια.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες,η επιλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου να διαπληκτίζεται διπλωματικά με τον Τούρκο ομόλογό του, για αρκετά λεπτά της ώρας δημοσίως, προκάλεσε μεγάλο εκνευρισμό στην κυβέρνηση και ιδιαιτέρως στο υπουργείο Εξωτερικών. Πηγές της Βασιλίσσης Σοφίας διαβεβαιώνουν μάλιστα πως δεν υπήρξε καμία συνεννόηση με την Προεδρία της Δημοκρατίας ώστε ο κ. Παυλόπουλος να μπει σε διάλογο με αντικείμενο ευαίσθητα εθνικά θέματα με τον Τούρκο ομόλογό του.
Η κυβέρνηση βρέθηκε έτσι στη θέση, αντί να διαχειρίζεται τα θετικά της επίσκεψης, να απαντά σε ερωτήματα όπως:
- Ποιος είναι ο λόγος να κληθεί ο Ερντογάν σε μία περίοδο όπου είναι διεθνώς απομονωμένος, με μεγάλα προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας του και υπήρχε πολύ μεγάλη πιθανότητα να επιχειρήσει να αιφνιδιάσει;
- Ο Τούρκος πρόεδρος, πριν ακόμα έρθει στην Αθήνα, αμφισβήτησε με συνέντευξή του: τη συνθήκη της Λωζάνης, την ελληνική δικαιοσύνη, τον εθνικό μας εναέριο χώρο, τα ελληνικά χωρικά ύδατα, την «ταυτότητα» των μουσουλμάνων της Θράκης και την αξιοπιστία του Έλληνα πρωθυπουργού (στην υπόθεση των Τούρκων στρατιωτικών). Ήταν γνωστά όλα αυτά κατά την προετοιμασία της επίσκεψης;
- Ποια ήταν η ατζέντα της Αθήνας στην επίσημη, πλέον, επιλογή της Άγκυρας να αναβαθμίσει σε αντικείμενο επίσημου διπλωματικού διαλόγου όλες τις διεκδικήσεις της Τουρκίας;
Σε ό,τι αφορά την ουσία και όχι την εικόνα που αναμφισβήτητα εμφανίζεται τουλάχιστον θολή, είναι προφανές ότι ο στόχος της ενίσχυσης του διεθνούς προφίλ του Πρωθυπουργού ως αποτέλεσμα της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα, της πρώτης Τούρκου Προέδρου στην ελληνική πρωτεύουσα μετά από 65 χρόνια, δεν επετεύχθη.
Επιπροσθέτως, η αιφνιδιαστική κίνηση της Τουρκίας να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επισήμως από την αναθεώρηση της Λωζάνης και τον τρόπο τοποθέτησης του Μουφτή, μέχρι την ταυτότητα των μουσουλμάνων της Θράκης και τα χωρικά ύδατα, βάζει σε μία νέα, απρόβλεπτη περίοδο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που παγίως επηρεάζουν άλλα μείζονα εθνικά ζητήματα, όπως το Κυπριακό.
Αμέσως μετά τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου – όπου και εκεί ο Ερντογάν έθεσε τα θέματα που είχε σχεδιάσει να θέσει – κυβερνητικές πηγές μετέφεραν ότι «με τις τοποθετήσεις του ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάφερε να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που έθεσε ο Τούρκος Πρόεδρος και ισορρόπησε το παιχνίδι».