Απορρίπτει η σύντροφος του πρωθυπουργού Μπέττυ Μπαζιάνα κατηγορίες περί προδοσίας και εξαπάτησης τονίζοντας ότι «η ιστορία έχει καταγράψει τη διαφορά ήθους και πολιτικής». «Αν ξέρετε κάποιον από τον ΣΥΡΙΖΑ που έβγαλε χρήματα στην πλάτη του ελληνικού λαού να μου το πείτε. Πρώτη εγώ θα βγω στους δρόμους» δηλώνει.
Σε συνέντευξή της στην «Εφημερίδα των Συντακτών» Σαββατοκύριακο, που κυκλοφορεί την Παρασκευή, και η οποία έχει τίτλο: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση αλλά δεν πήρε την εξουσία» επισημαίνει ότι «ο κόσμος των παραδείσιων τόπων ανήκει σε διαφορετικό από εμένα αξιακό σύστημα». Διερωτάται επίσης «πώς είναι δυνατόν να θεωρείται αξία η ιδιώτευση, το προσωπικό κέρδος σε βάρος του κοινού καλού και του δίκιου».
Αναφέρεται ακόμη στα δραματικά γεγονότα μέσα και έξω από το Μαξίμου το καλοκαίρι του 2015. «Τα τελευταία τρία χρόνια κάθε 5η Ιουλίου κλαίω από νεύρα, από οργή -ναι, κυριολεκτώ» σημειώνει για να προσθέσει: «Ο Τσίπρας το πήγε ως το όριο της αντοχής που είχε η χώρα. Μέσα σ’ αυτή τη δίνη δεν άλλαξε τον χάρτη των αξιών του, δεν τάχτηκε υπέρ των ισχυρών, είναι πάντα με την πλευρά των ανθρώπων του μόχθου».
Συνεχίζοντας, η κ. Μπαζιάνα σημειώνει ότι ο κ. Τσίπρας «δεν είπε ψέματα, δεν οπισθοχώρησε» αλλά «πάλεψε να διαχειριστεί μια σκληρή, αμετακίνητη κατάσταση που ορθώθηκε μπροστά του άκρως απειλητική». «Είναι περιττό να πω αν συμφωνεί ο Τσίπρας με ό,τι αναγκάστηκε να κάνει, ότι θα ήθελε να τα κάνει όλα αλλιώς. Ναι, αγωνίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε έχοντας απόλυτη συναίσθηση της επικίνδυνης κατάστασης (…) Διαπραγματεύτηκε μέχρι τελευταίας στιγμής για μια συμφωνία που δεν θα υπάκουε στους ίδιους νόμους του αδιεξόδου: στην παράλογη λιτότητα. Και στην τελευταία πρόταση συμφωνίας από τους δανειστές, στο εκβιαστικό “take it or leave it” πάλεψε όσο άντεξε. Και έκανε αυτό που κάθε δημοκράτης, αριστερός πολιτικός θα έκανε: ρώτησε το λαό που τον εξέλεξε προκειμένου να αντισταθεί, “να υπογράψω; ” Και ο λαός μας απάντησε περήφανα και αποστομωτικά: ‘όχι’, παρόλη τη βία εκείνης της κρίσιμης εβδομάδας πριν το δημοψήφισμα, την απίστευτη προπαγάνδα, τότε που το παλιό σύστημα έπαιζε τα ρέστα του» αναφέρει.
Όπως επισημαινει, «ο Τσίπρας, έχοντας ρωτήσει τον ελληνικό λαό στο δημοψήφισμα έφυγε για να διαπραγματευτεί ξανά με τους δανειστές μια καλύτερη συμφωνία. Είχε πάρει καθαρή εντολή δικαιότερης συμφωνίας, όχι εντολή ρήξης ή εξόδου από την Ευρώπη ή το ευρώ. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές: “Συμφωνείτε με την πρόταση των δανειστών;”. Στηριζόμενος στο κρυστάλλινο ‘όχι’ του ελληνικού λαού, επέστρεψε με μια συμφωνία που ήταν μακριά από αυτό που οραματιζόταν αρχικά. Έκανε ένα συμβιβασμό, όχι όμως ταπεινωτικό, ένα συμβιβασμό που πίστευε ότι είχε μια προοπτική: να οδηγήσει τελικά στο τέλος της ηγεμονίας των ισχυρών, στο τέλος της παράλογης λιτότητας. Κι έκανε πάλι αυτό που θα έπρεπε να κάνει κάθε αριστερός πολιτικός που σέβεται τη ψήφο του λαού του, αλλά κυρίως σέβεται τον εαυτό του: έθεσε ξανά στην κρίση του λαού τις επιλογές του προκαλώντας τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ΄15».
Κληθείσα να σχολιάσει τις επικρίσεις της αντιπολίτευσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλα υποσχέθηκε και άλλα έκανε, απαντά ότι εκείνοι «έσκυβαν το κεφάλι χωρίς να χάσουν καθόλου χρόνο, πρόθυμοι σε όλες τις εντολές» και «έχουν χρεωθεί για πάντα την αναξιοπρέπεια της υποταγής τους».
Αποκαλύπτει ότι θα ήθελε να είχε συναντήσει τον Φιντέλ Κάστρο και σημειώνει: «Η εξουσία, ακόμα και η αριστερή, χτυπάει σε πολύ εσωτερικές χορδές του ανθρώπου, έχει να κάνει με την αυταρέσκειά του, την εικόνα του εαυτού του, ακόμα και με τη λίμπιντό του. Ο ναρκισισμός καιροφυλακτεί. Ίσως η ψυχανάλυση να βοηθούσε τους πολιτικούς… Αλλά ποιος αντέχει να συγκρουστεί με το είδωλό του;».