Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ίσως να είμαι εμμονικός και κουραστικός. Πιθανώς να δυσκολεύομαι να καταλάβω την πραγματικότητα. Μπορεί και να ονειροπολώ. Παρ’ όλα αυτά, έχω αρκετές απορίες.
Από τότε που η Ελλάδα τελεί υπό μνημονιακή επιτήρηση, μετά του σχετικού δανεισμού για αποφυγή άτακτης χρεοκοπίας, έχουν περάσει 8 χρόνια. Η χώρα γνώρισε τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις. Μία από αυτές, μάλιστα, η παρούσα, εξελέγη για να καταργήσει τα μνημόνια με ένα νόμο -και τώρα υπερηφανεύεται γιατί βγήκαμε από το τρίτο μνημόνιο, που η ίδια είχε υπογράψει για να επανεκλεγεί προ τριετίας και πλέον!
Τι έγινε, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια και ποιες προοπτικές διανοίγονται για τη χώρα υπό συνθήκες γεωπολιτικής αβεβαιότητας, σχετικών capital controls, διαρροής εγκεφάλων και μετανάστευσης επιχειρήσεων, αύξησης της εγκληματικότητας και απαξίωσης των θεσμών;
Πέρα όμως από τα παραπάνω «τρέχοντα» ερωτήματα, υπάρχουν και μερικά άλλα, που κάποιοι ούτε καν θέλουν να σκέπτονται. Η σημερινή Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο μεγάλες και αλληλένδετες διεθνείς προκλήσεις, που θα καθορίσουν και την περαιτέρω πορεία της στον 21ο αιώνα.
Η πρώτη είναι η γεωπολιτική πρόκληση, που αφορά την χρήση διπλωματικής και στρατιωτικής ισχύος για την επίτευξη εδαφικής ασφάλειας ή επέκτασης, καθώς και για την άσκηση πολιτικής επιρροής σε άλλα κράτη, ή για την αντίσταση σε τέτοια επιρροή από άλλα κράτη. Στην περίπτωσή μας, υπάρχουν, αφενός, η τουρκική απειλή στην Κύπρο και στο Αιγαίο και, αφετέρου, οι πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ευρώπη.
Ακόμα, η γεωπολιτική πρόκληση αφορά, με αυξανόμενη σπουδαιότητα, τη συμμετοχή της χώρας μας στις πολιτικές διεργασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ -σε μία μεταβατική, κατά τη γνώμη μας, περίοδό τους, ιδιαίτερα μετά το Brexit και τις γνωστές επιλογές του Αμερικανού προέδρου Ντ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Η δεύτερη πρόκληση είναι γεωοικονομική και αφορά την ελληνική παρουσία στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, χώρος όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι πλέον ο σκληρός οικονομικός ανταγωνισμός. Υπό αυτή την έννοια, στην παρούσα φάση της, ποια είναι η ικανότητα της οικονομίας μας να έχει κάποια άξια λόγου μερίδια στη διεθνή αγορά και πώς αντιδρά στην προϊούσα οικονομική παγκοσμιοποίηση;
Για όσους σφυρίζουν αδιάφορα μπροστά στα ερωτήματα αυτά, επισημαίνεται ότι οι διαφορές μεταξύ της γεωπολιτικής και της γεωοικονομίας είναι τεράστιες.
Η γεωπολιτική αφορά αυτές τις συγκρούσεις μεταξύ κρατών στις οποίες οι αντίπαλοι είναι διατεθειμένοι, τουλάχιστον ως ύστατο μέσο, να καταφύγουν στην απειλή ή στην χρήση ένοπλης βίας για να εξασφαλίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Σε τελική ανάλυση, το νόμισμα που καθορίζει τα αποτελέσματα των γεωπολιτικών συναλλαγών είναι η ικανότητα του κάθε κράτους να επικρατεί σε πολεμικές συρράξεις. Ο γεωπολιτικός καταμερισμός ισχύος προσδιορίζεται από την ικανότητα των κρατών να προβάλλουν στρατιωτική ισχύ.
Στη γεωοικονομία, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών αφορά την εξωστρέφειά τους, την ικανότητά τους να κατακτούν αγορές, αλλά και να υπερασπίζονται μερίδια που αποκτήθηκαν. Τεράστιο ρόλο παίζουν έτσι οι επιχειρήσεις μίας χώρας, καθώς και η ικανότητά της να καινοτομεί, να αναπτύσσει ή να υιοθετεί νέες τεχνολογίες, να υπερέχει οργανωτικά και να επικοινωνεί με επιτυχία. Τα επιχειρησιακά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στις εμπορο-οικονομικές «μάχες» και τα οποία καθορίζουν την έκβαση των οικονομικών ανταγωνισμών, είναι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων σε σχέση με τους διεθνείς αντιπάλους τους. Ο γεωοικονομικός καταμερισμός ισχύος ορίζεται από τις παραγωγικές ικανότητες του κάθε κράτους, αλλά και από το κύρος ή την εμπιστοσύνη που αυτό εμπνέει. Κατά συνέπεια, στη σημερινή ψηφιακή εποχή της στιγμιαίας επικοινωνίας, η φήμη μίας χώρας είναι πολύτιμο άυλο κεφάλαιό της, το οποίο από μόνο του γεννά αξίες και άρα αποτελεί πολύτιμη πηγή εσόδων.
Από την άποψη αυτή, είμαι εκτός τόπου και χρόνου και απελπιστικά εμμονικός όταν βλέπω τη χώρα να είναι κάτω από τη βάση σε διεθνείς κατατάξεις που αφορούν την εκπαίδευση, την ανταγωνιστικότητα, το επιχειρείν, την έρευνα και ανάπτυξη; Μπορεί, λόγου χάρη, να υπάρξει μόνιμη και βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς μεγάλες ανανεωτικές επενδύσεις;
Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων και δήθεν μεταρρυθμίσεων, πιστεύω ότι ήγγικεν η ώρα ένας, δύο, τρεις …ή δεκατρείς πολιτικοί, επιχειρηματίες και άνθρωποι της σκέψης, να πουν «όχι» στην παρακμή. Αν αυτό δεν συμβεί, αύριο στο καφενείο «Η Ελλάς» θα τα λέμε εμείς κι εμείς, στην καλύτερη περίπτωση…