Του Ιωάννη Παπαδόπουλου, Αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Στην ΕΕ, τα κτίρια είναι υπεύθυνα για το 40% της ενεργειακής κατανάλωσης και το 36% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Δεδομένου ότι στη Γηραιά Ήπειρο εκτιμάται πως 75-90% του κτιριακού αποθέματος θα στέκεται ακόμα το 2050, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων είναι κρίσιμης σημασίας για την επίτευξη των συλλογικών μας στόχων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την εξοικονόμηση ενέργειας. Με την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, η ΕΕ μπορεί να μειώσει την τελική ενεργειακή κατανάλωση κατά 5-6% και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 5%. Ωστόσο με το σημερινό ρυθμό της αναβάθμισης μόνο του 1% των κτιρίων ετησίως, θα μας πάρει περίπου έναν αιώνα για να τα μετατρέψουμε σε κτίρια μηδενικής κατανάλωσης άνθρακα. Δυστυχώς ο πλανήτης δεν διαθέτει πια τόσο χρόνο αν θέλουμε να αναστρέψουμε την κλιματική αλλαγή.
Στις εκτιμήσεις επιπτώσεων της ΕΕ, εκτιμάται ότι θα χρειαστούν περίπου 100 δις ευρώ επενδύσεις ετησίως προκειμένου να επιτύχουμε τους φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης. Όμως σε περίοδο συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής, δημόσιες επενδύσεις τέτοιου μεγέθους είναι αδύνατον να γίνουν. Κατά συνέπεια, υπάρχει ζωτική ανάγκη συγκέντρωσης ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Εδώ είναι που μπορεί να συνεισφέρει ο χρηματοοικονομικός τομέας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρωπαϊκό κτιριακό απόθεμα είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ενέργειας στην ΕΕ και ότι η συνολική αξία της αγοράς ενυπόθηκων δανείων ισούται με το ήμισυ του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, καθίσταται σαφές ότι υπάρχει μεγάλο δυναμικό για μια σύνδεση μεταξύ της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ και των χρηματοοικονομικών μας εργαλείων. Πράγματι, παρατηρείται μέχρι τώρα μια έλλειψη συντονισμού μεταξύ αυτών των δύο τομέων, ενώ είναι ηλίου φαεινότερον πως ο ενυπόθηκος δανεισμός τοποθετείται σε ένα σημαντικό σημείο στον κύκλο ζωής των κτιρίων, ήτοι στην αγοραπωλησία τους, και ότι τα νοικοκυριά είναι ευρύτατα εξοικειωμένα με αυτήν την μορφή δανεισμού. Αρκεί λοιπόν να αναπροσαρμόσουμε έξυπνα το εργαλείο του ενυπόθηκου δανεισμού για να προωθήσουμε δυναμικά την ενεργειακή αναβάθμιση των ευρωπαϊκών κτιρίων.
Τα βασικά προβλήματα του χρηματοοικονομικού τομέα για να υλοποιήσει μια τέτοια πολιτική είναι δύο: πρώτον, η έλλειψη μιας τυποποιημένης μεθοδολογίας για τη δανειοδότηση της ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεύτερον, η έλλειψη μιας ευρείας βάσης δεδομένων δανείων ενεργειακής απόδοσης κτιρίων για σκοπούς ανάλυσης κινδύνου. Γι’ αυτό και οι τράπεζες παραμένουν διστακτικές στη χορήγηση τέτοιων στεγαστικών δανείων στους καταναλωτές με ευνοϊκούς όρους, ασχέτως των δημόσιων χρηματοδοτήσεων και των φορολογικών κινήτρων σ’ αυτόν τον τομέα. Και βεβαίως, οι τράπεζες θα κινηθούν με καθαρά δικές τους λογικές και όχι με πολιτικές σκοπιμότητες. Συνεπώς το κλειδί ενός βιώσιμου μέλλοντος έγκειται στην αύξηση της θελκτικότητας στεγαστικών χορηγήσεων για ενεργειακή απόδοση.
Τα καλά νέα είναι πως η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης περιουσιακών στοιχείων έχει πια σαφή και μετρήσιμο θετικό αντίκτυπο στην αποτίμηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο μη αποπληρωμής των δανείων. Επίσης, από την άλλη πλευρά του γκισέ, οι δανειολήπτες στεγαστικών δανείων για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του ακινήτου τους έχουν χαμηλότερη πιθανότητα μη αποπληρωμής του δανεισμού τους, καθώς η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης μειώνει τους λογαριασμούς ενέργειας και αφήνει περισσότερο εισόδημα διαθέσιμο στο νοικοκυριό για απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δανεισμού του. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια παραδειγματική κατάσταση win-win, όπου όλοι – τράπεζες, καταναλωτές και πλανήτης – κερδίζουν και κανείς δεν χάνει σε σχέση με το σημερινό status quo.
Εφόσον ο χρηματοοικονομικός τομέας κατορθώσει να προσαρμόσει τα μοντέλα δανεισμού του χρησιμοποιώντας εμπειρικά στοιχεία από μια πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων προκειμένου να μειώσει το ρίσκο μη αποπληρωμής, η ΕΕ θα μπορέσει να αναγνωρίσει αυτήν τη νέα κατάσταση με τη μορφή μιας αναπροσαρμογής προς τα κάτω των απαιτούμενων προβλέψεων για στεγαστικές χορηγήσεις για ενεργειακή απόδοση κτιρίων. Αυτό με τη σειρά του θα προσφέρει ισχυρότερο κίνητρο στις τράπεζες και τους επενδυτές για να ενεργοποιηθούν δυναμικότερα στον τομέα του ενυπόθηκου δανεισμού, εγκαινιάζοντας έτσι έναν ενάρετο κύκλο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα προσφέρουν ροή κεφαλαίων στην πραγματική οικονομία, ενισχύοντας έτσι τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην επισκευή κατοικιών, οι οποίες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ΜΜΕ, και αυξάνοντας τις θέσεις εργασίας. Οι δε ΜΜΕ του τομέα θα έχουν κάθε κίνητρο για παραγωγή καινοτομίας, καθώς θα ανταγωνίζονται διαρκώς για υψηλότερη ενεργειακή απόδοση μέσω των τεχνικών λύσεων που θα προσφέρουν.
Η ΕΕ τοποθετείται αθόρυβα στην πρωτοπορία αυτής της προσπάθειας, καθώς το ερευνητικό της πρόγραμμα Ορίζων 2020 χρηματοδοτεί ήδη ένα πιλοτικό σχήμα 37 τραπεζών με την ονομασία «Σχέδιο δράσης για ενεργειακά αποδοτικές υποθήκες» (Energy efficient Mortgages Action Plan) καθώς και ένα σχέδιο με την ονομασία «Πρωτόκολλο δεδομένων και διαδικτυακή πύλη ενεργειακής απόδοσης» (Energy efficiency Data Protocol & Portal). Σκοπός των προγραμμάτων αυτών είναι η δοκιμή πειραματικών μεθόδων ενυπόθηκου δανεισμού για αγοραστές κατοικιών, σε συνδυασμό με την παροχή πληροφοριών στους δανειολήπτες για την καλύτερη κατανόηση της ενεργειακής κατανάλωσης, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και τις επιπτώσεις που αυτές έχουν στη μείωση του ρίσκου δανεισμού. Εφόσον αυτή η πιλοτική προσπάθεια επιτύχει, θα πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για μια αλλαγή υποδείγματος, που θα μεταμορφώσει σε βάθος τον τομέα των στεγαστικών δανείων και θα καταστήσει φθηνότερο και περιβαλλοντικά ενάρετο τον ενυπόθηκο δανεισμό.