Από την έντυπη έκδοση
Του Δ.Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Με θεολογικούς όρους η επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ μπορεί να αποδοθεί με την οδοιπορία του Σαούλ προς τη Δαμασκό και τη μεταστροφή του ανηλεούς διώκτη της νέας θρησκείας σε διαπρύσιο κήρυκά της και θεμελιωτή της ιεράς γραφειοκρατίας της, ως Παύλος πλέον. Η Ουάσιγκτον είναι για τον Αλέξη Τσίπρα το προσωπικό του Όρος Θαβώρ. Ο ριζοσπάστης αριστερός πολιτικός έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που αναγνώρισε τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ -με το γνωστό βιογραφικό- ως υπέρμαχο των αξιών εκείνων, Δημοκρατία κι Ελευθερία, που συγκροτούν τον πυρήνα του δυτικού κόσμου!
Ευλόγως αιφνιδίασαν οι λόγοι του κ. Τσίπρα το διεθνές και ελληνικό ακροατήριό του, καθώς εκτιμήθηκε ότι υπερέβησαν κι αυτό το πλαίσιο μιας καλώς εννοούμενης φιλόφρονος διαθέσεως έναντι του οικοδεσπότη του. Ενώ παραμένει προς απόδειξη, στο άμεσο μέλλον, εάν συνιστούν ένα ακόμη βήμα σε μια πορεία ρεαλιστικής προσαρμογής του πρωθυπουργού στα προτάγματα της συγκυρίας ή πολύ περισσότερο μια προσπάθεια βίαιης συμμόρφωσης του κόμματός του, του ΣΥΡΙΖΑ, στην ωμή πραγματικότητα της εποχής.
Στην Αθήνα η κριτική της αντιπολίτευσης κι όσων δημοσιολογούν εκ του ασφαλούς στα social media επικεντρώθηκε στη συμφωνία για αναβάθμιση-εκσυγχρονισμό του στόλου των F-16 και δευτερευόντως στην επέκταση των δυνατοτήτων-λειτουργιών της βάσης στη Σούδα της Κρήτης.
Παρέλκει, για προφανείς λόγους, η αντίκρουση αυτής της κριτικής. Μια ματιά στον χάρτη, κι ελάχιστη γνώση της γεωγραφίας και των γεωπολιτικών συνθηκών στην περιοχή μας, αρκεί ως απάντηση προς όσους εκφράζουν αμφιβολίες για την αναγκαιότητα-χρησιμότητα αυτής της συμφωνίας, οι όροι της οποίας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι διαφανείς.
Ωστόσο, δεν μπορεί να μην επισημανθεί πως η επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ συνιστά μια σαφή ένδειξη -αν όχι απόδειξη- της επιλογής που έχουν κάνει η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι χειριστές των διεθνών σχέσεων της χώρας να συναρθρώσουν την πολιτική τους με τα συμφέροντα της υπερδύναμης, προκειμένου να υπηρετηθούν και τα συμφέροντα της Ελλάδας. Διότι, ναι, καλός είναι ο ευρωπαϊσμός -η Ευρώπη «είναι το σπίτι μας», όπως ομολογούν εσχάτως και κυβερνητικοί αξιωματούχοι-, πλην όμως η πραγματικότητα δηλοί το πεπερασμένο των ορίων-δυνατοτήτων της Ευρώπης να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις πολιτικές κρίσεις, ακόμη κι όταν τις προκαλούν τα μέλη της.
Για όσο παραμένει ισχυρή η ρήση του Φρανσουά Μιτεράν -«όταν η Ευρώπη ανοίγει το στόμα, είναι για να χασμουρηθεί»- είναι απόλυτη ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, όποια κι αν είναι αυτή, να διασφαλίζει τις καλύτερες δυνατές συμμαχίες για την προώθηση και ικανοποίηση των συμφερόντων της χώρας.