Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Μόλις πριν από λίγα χρόνια οι Ευρωπαίοι πολιτικοί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, εμφανίζονταν απόλυτα αρνητικοί όσον αφορά οποιαδήποτε παραβίαση των σκληρών πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην Ευρώπη και ειδικά στον Νότο, με το επιχείρημα ότι και η παραμικρή παρέκκλιση θα έδινε την αφορμή για περαιτέρω χαλάρωση και αυτό θα έπληττε την αξιοπιστία των Βρυξελλών. Αποτέλεσμα, το βαρύ τίμημα στις κοινωνικές δαπάνες, στους μισθούς, στις συντάξεις και γενικότερα στην κοινωνική αλληλεγγύη.
Τώρα, που η επιβράδυνση, αλλά και η απειλή ύφεσης χτυπούν την πόρτα της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, της Γερμανίας, του πρωτεργάτη των πολιτικών λιτότητας, αρχίζει να γίνεται λόγος για λήψη πολιτικών υποστηρικτικών για την ανάπτυξη. Οι Ευρωπαίοι διαμορφωτές πολιτικής εμφανίζονται έτοιμοι να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες για να σταματήσουν την επιβράδυνση. Αλλά δυστυχώς, τα πράγματα δείχνουν, τουλάχιστον προς το παρόν, ότι τα λόγια απέχουν ακόμη πολύ από το να γίνουν πράξη.
Ειρωνεία είναι ότι οι συζητήσεις γίνονται πιο έντονα στη Γερμανία, η οικονομία της οποίας συρρικνώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο και πολύ πιθανόν το ίδιο να συμβεί και στο τρίτο τρίμηνο. Όμως, οι πολιτικοί της, ακόμη και τώρα, παραμένουν πιστοί στην παραδοσιακή πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Το Βερολίνο έχει βεβαίως επανειλημμένως αναφέρει ότι είναι έτοιμο να λάβει μέτρα εάν και όταν χρειαστεί, χωρίς ωστόσο να θεωρεί ότι έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή.
Διεθνείς οργανισμοί, μεταξύ των οποίων το ΔΝΤ, έχουν ζητήσει από τη Γερμανία να προσανατολίσει την οικονομία της περισσότερο στην εσωτερική ζήτηση παρά στις εξαγωγές, κάτι που δεν το έχει πράξει, με αποτέλεσμα να έχουν επηρεαστεί σοβαρά η βαριά βιομηχανία της και οι εξαγωγές της από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας.
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ έχει επανειλημμένως δηλώσει πως η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να επενδύσει περισσότερα και αυτό έγκειται στην ίδια να το πράξει. Εξηγεί ότι οι περισσότερες επενδύσεις πρέπει να γίνουν από τις χώρες που έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια, φωτογραφίζοντας εμμέσως πλην σαφώς τη Γερμανία.
Αναμφισβήτητα, πίσω από αυτές τις συζητήσεις βρίσκεται η αποτυχία των χωρών της Ευρωζώνης να συμφωνήσουν σε ένα ταμείο ικανό να διοχετεύει χρήματα ή να αντισταθμίζει την οικονομική επιβράδυνση. Δέκα χρόνια μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη και ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για κοινό προϋπολογισμό.
Αναμφισβήτητα επίσης για μία ακόμη φορά πολιτικοί και κυβερνήσεις αρνούνται να «βάλουν το χέρι τους στη φωτιά», εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στη νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει τα επιτόκια και ίσως να αρχίσει και πάλι πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού, παρότι οι αντιδράσεις στο να κάνει ο Μάριο Ντράγκι κάτι τέτοιο είναι τώρα πιο ισχυρές απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το θέμα όμως είναι ότι η νομισματική πολιτική δεν επαρκεί πλέον. Και αυτό ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι πολιτικοί.