Skip to main content

Ποια είναι η «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας;

Από την έντυπη έκδοση 

Toυ Χρήστου Α. Ιωάννου
Οικονομολόγος

Στην κρίση και τη χρεοκοπία του 2008-2018 οδηγηθήκαμε και με μια σειρά ιδεών, που, ενώ ήταν απλές ανακρίβειες και αυταπάτες, αναπαράγονταν σχεδόν αυτομάτως στον δημόσιο λόγο, ακόμη και από υπεύθυνα χείλη, και κατέληξαν να θεωρούνται αυταπόδεικτες αλήθειες. Μία από αυτές είναι ότι «οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας». Θετικό σε αυτήν την έκφραση είναι η αναγνώριση πως επιχειρήσεις έχουν έναν ρόλο «ραχοκοκαλιάς». Αρνητικό είναι ο υπόρρητος συνειρμός ότι οι μικρές επιχειρήσεις είναι «καλές» και οι μεγάλες «κακές». Αυτό ήταν και είναι αποπροσανατολιστικό. 

Αν επιθυμούμε να ξεπεράσουμε την κρίση και τη χρεοκοπία, πρέπει να ξεπεράσουμε και τις λανθασμένες ιδέες και αυταπάτες που μας οδήγησαν εκεί, και μας κρατούν, ακόμη, μέσα στην κρίση. 

Αντί του «οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας», μια ορθότερη ιδέα είναι ότι «η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας» είναι οι (μικρές, μεσαίες και μεγάλες) επιχειρήσεις που παράγουν αυτό που λέμε «διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες». Δεν είναι θέμα μεγέθους των επιχειρήσεων. Είναι θέμα τομέα και κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις. 

Ο μεθοδολογικός διαχωρισμός των αγαθών και των υπηρεσιών σε διεθνώς εμπορεύσιμα και διεθνώς μη εμπορεύσιμα, που χρησιμοποιείται στην οικονομική φιλολογία διεθνώς, ήταν και είναι ιδιαίτερα παραμελημένος στην Ελλάδα. Αν και είναι ιδιαίτερα κρίσιμος καθώς σχετίζεται με την επίδραση που τα δύο είδη αγαθών και υπηρεσιών, και επιχειρήσεων, εξασκούν στη μακροχρόνια τάση μεγέθυνσης και ανάπτυξης των εθνικών οικονομιών. 

Τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες είναι αυτά που μπορούν να μεταφερθούν και να καταναλωθούν μακριά από το σημείο της παραγωγής τους. Παράγονται για μια παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά, σύμφωνα με το πραγματικό συγκριτικό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της κάθε χώρας και επιχείρησης. Το ενδογενές αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το, μεγαλύτερο ή μικρότερο, σφρίγος του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων. Συνεπώς και των επιχειρήσεων, μικρών, μεσαίων, μεγάλων, που τα παράγουν. Ο τομέας τους παράγει και παρέχει τα προς επένδυση νέα κεφαλαιουχικά αγαθά τα οποία επιτρέπουν στην οικονομία να αυξάνει την κατά κεφαλήν παραγωγική της δυνατότητα. Αυτή είναι «η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας». 

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία μπορούν να καταναλωθούν μόνο στο σημείο που παράγονται, και συνεπώς δεν εκτίθενται στον διεθνή ή τον υπερτοπικό εθνικό ανταγωνισμό, είναι αδιάφορα όσον αφορά την ανάπτυξη. Κι αυτά χρησιμοποιούνται σε μεγάλο ποσοστό τους ως παραγωγικές εισροές. Όμως ακόμη και αυτή η ίδια η ποιότητά τους καθορίζεται από το επίπεδο της ποιότητας των διεθνώς εμπορευσίμων τα οποία, από τη φύση τους, ενσωματώνουν τις τελευταίες εξελίξεις της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογικής προόδου, υπερκαθορίζοντας έτσι, αλλά και ασκώντας την πλέον αποφασιστική επιρροή στο σύνολο της παραγωγικής και οικονομικής διαδικασίας, στο σύνολο των επιχειρήσεων.

Με δύο λόγια, κρισιμότερη είναι η αναπτυξιακή συμβολή στην οικονομία (και την κοινωνία) των επιχειρήσεων (και των εργαζομένων), μικρών, μεσαίων και μεγάλων, που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, και άλλη η συμβολή αυτών του τομέα των διεθνώς μη εμπορευσίμων. Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, δραστηριοποιούνται στους κλάδους της μεταποίησης, της πληροφορικής και των υπηρεσιών τεχνολογικής αιχμής, των ορυχείων, των διεθνών μεταφορών (ναυτιλιακών κ.λπ.) και του τουρισμού. Αυτές είναι «η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας». 

Την καθήλωση του μεριδίου του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων στο ΑΕΠ της χώρας ως θεμελιώδους αιτίας της κρίσης και της χρεοκοπίας στην Ελλάδα έχουμε αναλύσει αλλού (βλ. Δημ. και Χρ. Ιωάννου, Το Επιπλέον Ναυάγιο, Εκδόσεις Andy’s, 2017) . Χρειαζόμαστε τώρα να δούμε τον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων όχι μόνο ως «ραχοκοκαλιά της οικονομίας» αλλά και ως «ραχοκοκαλιά της κοινωνίας». Όχι με κριτήριο το μερίδιο στο ΑΕΠ και τον αριθμό των επιχειρήσεων ανά τομέα και κλάδο – καίτοι αυτά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Αλλά με κριτήριο την κατανομή του πληθυσμού της χώρας ηλικίας άνω των 15 ετών. 

Ο πληθυσμός κατανέμεται μεταξύ α) οικονομικά ανενεργών, β) ανέργων, γ) απασχολουμένων στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων, δ) απασχολουμένων στον τομέα διεθνώς μη εμπορευσίμων, τον οποίον επιπλέον διαχωρίζουμε σε δ1) ιδιωτικό και δ2) δημόσιο τομέα. Πρόκειται για την υποδομή των σύγχρονων κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων στην Ελλάδα. Με στοιχεία για την περίοδο 2000-2017, τα στοιχεία του διαγράμματος μας λένε τα εξής: 

Ενώ ο πληθυσμός ηλικίας 15+ μετά το 2008 συρρικνώνεται αργά αλλά σταθερά, το 48% του πληθυσμού, παρά τις αυξομειώσεις, είναι οικονομικά ανενεργό. Το υπόλοιπο 52% του πληθυσμού περιλαμβάνει ένα 11,2% που είναι άνεργο (δεν μιλάμε εδώ για το ποσοστό της ανεργίας). Το 27,3% απασχολείται στον τομέα διεθνώς μη εμπορευσίμων, εκ των οποίων το 8,7% στον δημόσιο τομέα. Και οι δύο συνιστώσες αυξάνονται τα τελευταία χρόνια, του δημοσίου από το 2015 και του ιδιωτικού από το 2013. Στον τομέα διεθνώς εμπορευσίμων και υπηρεσιών, την πραγματική «ραχοκοκαλιά της οικονομίας» (αλλά και της κοινωνίας), απασχολείται το 13,6% του πληθυσμού. Είχε συρρικνωθεί από 18,3% το 2000 σε 12,3% το 2013, αλλά, ευτυχώς, έχει αυξηθεί λίγο, σε 13,6% το 2017. 

Η κοινωνία μας, οι επιχειρήσεις μας και οι οικονομικά ενεργοί και μη, έτσι είναι «μοιρασμένοι». Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το ζήτημα του κοινωνικού παραγωγικού μετασχηματισμού. Στο πώς θα ενισχυθεί η παραγωγική «ραχοκοκαλιά» της στον τομέα διεθνώς εμπορευσίμων. Ανεξαρτήτως μεγέθους επιχειρήσεων και με περισσότερες επιχειρήσεις αναπτυσσόμενες, με τις μικρές να γίνονται μεσαίες, και τις μεσαίες μεγάλες, και με περισσότερους εργαζόμενους στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.