Skip to main content

Τι αναμένει η επιχειρηματικότητα από την κυβέρνηση μετά τη ΔΕΘ

Από την έντυπη έκδοση 

Του Βασίλη Κορκίδη- Προέδρου της ΕΣΕΕ & του ΕΒΕΠ

Η ΔΕΘ πάντοτε ήταν ένα ορόσημο στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου, δεδομένου ότι, στο πλαίσιό της και με αφορμή αυτή, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση αλλά και οι φορείς εκπροσώπησης της οικονομίας παρουσίαζαν τα σχέδιά τους και κατέθεταν τις προτάσεις τους.

Η χρονική συγκυρία του Σεπτέμβρη ως σημείου αφετηρίας για την κυβέρνηση και την αγορά έδινε τη δυνατότητα για την αποτίμηση των πεπραγμένων της παρελθούσας χρονιάς και λειτουργούσε σαν εφαλτήριο για διορθώσεις λαθών, για νέες προτάσεις και για μακροπρόθεσμους προγραμματισμούς. Δυστυχώς, η περίοδος της κρίσης άλλαξε το περιεχόμενο των ΔΕΘ. Από ορόσημο ελπίδας κατέληξε σταθμός καταγραφής της αυξανόμενης δυσπραγίας.

Κάθε Σεπτέμβρη προσερχόμαστε στις εργασίες της ΔΕΘ με μια συγκρατημένη αισιοδοξία, η οποία πάντοτε με το πέρας της χρονιάς διαψεύδεται. Ωστόσο, είναι στη φύση των ανθρώπων της αγοράς να μην καταθέτουμε τα όπλα, να αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με έναν δημιουργικό ρεαλισμό και να διεκδικούμε τα προσήκοντα και τα δέοντα από τους κυβερνώντες. Σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούμε και φέτος.

Ήταν μια δύσκολη χρονιά που χαρακτηρίστηκε από παρατεταμένες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στο κλείσιμο της περίφημης «δεύτερης αξιολόγησης». Τότε είχαμε δηλώσει την ελπίδα μας ότι «…θα απομακρυνθεί η αγωνία και η αβεβαιότητα στην πραγματική οικονομία και θα δημιουργηθούν προσδοκίες για ένα καλύτερο κλίμα στην ελληνική αγορά, σε συνδυασμό μάλιστα και με την τουριστική περίοδο…». Η τουριστική δραστηριότητα είναι πράγματι ένα σημαντικό κεκτημένο που δημιουργεί θετικές προοπτικές, ωστόσο εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στη μέγγενη ενός προγράμματος που «στεγνώνει» την αγορά από ρευστότητα και «στραγγαλίζει» τους μμε επιχειρηματίες. Χρειαζόμαστε, πλέον, ένα νέο αφήγημα, επανεκκίνησης της ανάπτυξης και ανάταξης της χειμαζόμενης οικονομίας, που θα δείξει τον δρόμο για μία βιώσιμη έξοδο από τη συνθήκη της κρίσης. Αυτό είναι κάτι που απαιτεί σύμπνοια, συνεννόηση, συναντίληψη της πραγματικής οικονομίας και το κυριότερο ενεργοποίηση των υγιών δυνάμεων της χώρας.

Σε κάθε περίπτωση, η ΕΣΕΕ οργανώνει πρωτοβουλίες τόσο στην υπηρέτηση του μακροπρόθεσμου στόχου -της εξόδου από την κρίση- αλλά και του βραχυπρόθεσμου στόχου, που είναι η ανάταξη της μικρομεσαίας επιχείρησης. Γι’ αυτόν τον λόγο, επαναφέραμε τις τρεις περσινές μας βραχυπρόθεσμες προτάσεις, τα τρία προαπαιτούμενα των μμε για την επιβίωσή τους, τα οποία, δυστυχώς, δεν έγιναν αποδεκτά από κυβέρνηση και θεσμούς. Το πρώτο προαπαιτούμενο αφορά τη θεσμοθέτηση και λειτουργία ενός ειδικού «ακατάσχετου» αλλά, ουσιαστικά, «τροφοδότη λογαριασμού» Δημοσίου και λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης, ο οποίος θα συνδέεται αποκλειστικά με τις εισπράξεις της επιχείρησης από τη χρήση πλαστικού χρήματος και με τις συναλλαγές e-banking. Το δεύτερο προαπαιτούμενο αφορά το «πάγωμα» των ληξιπρόθεσμων οφειλών εργοδοτών στον ΟΑΕΕ και τη μετατροπή της οφειλής σε χρόνο με αποποίηση ασφαλιστικού χρόνου. Και τέλος το τρίτο προαπαιτούμενο σχετίζεται με τον περιορισμό τής υπερβολικής φορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αφού η εμπειρία των χρόνων της κρίσης μάς δείχνει ότι είναι αιτία πολλών δεινών στην πραγματική οικονομία και ο βασικός λόγος της φορο-αποφυγής και της φορο-αδυναμίας, με αποτέλεσμα τη διαρκή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αυτές οι τρεις προτάσεις της ΕΣΕΕ είναι επί της ουσίας οι τρεις οφειλές του πολιτικού κόσμου της χώρας -κυβέρνησης και αντιπολίτευσης- προς τους μικρομεσαίους της αγοράς και θα αποτελέσουν την αιχμή των αιτημάτων του ελληνικού εμπορίου στο επόμενο διάστημα.

Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις της τρίτης αξιολόγησης του μνημονίου με «εγχώριες» μεν εμπνεύσεις, χωρίς, όμως, να δημιουργήσει «εξωχώριες» αντιδράσεις και πισωγυρίσματα. Η πραγματική οικονομία έχει ανάγκη από αποτελεσματικές ενέργειες και όχι από ανεκπλήρωτες εξαγγελίες. Δεν χρησιμεύουν σε τίποτα «δώρα», χωρίς αντίκρισμα, από το βήμα της ΔΕΘ. Άλλωστε, υπάρχουν συγκεκριμένες εκκρεμότητες από την περσινή ΔΕΘ που όλοι μας περιμένουμε να εκπληρωθούν, προτού η ατομική και συλλογική κόπωση καταλήξει σε ατομική και συλλογική παραίτηση. Από το βήμα της φετινής ΔΕΘ η ΕΣΕΕ περιμένει να αναγνωριστεί και να επιβραβευθεί η επιχειρηματική και εργοδοτική συνέπεια. Η οικονομική συνέπεια έχει πάψει τα μνημονιακά χρόνια να είναι κάτι το αυτονόητο, ούτε αποτελεί εδώ και καιρό τον κανόνα στην αγορά, αλλά μάλλον αποτελεί την εξαίρεση, που για να διατηρήσει κανείς απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και πολλές θυσίες. Η μείωση π.χ. του συντελεστή φορολόγησης των συνεπών επιχειρήσεων από 29% στο 26%, από το 2018 θα ήταν ένα πρώτης τάξεως κίνητρο να γίνει η συνέπεια παράδειγμα προς μίμηση.

Μετά τη ΔΕΘ αναμένουμε να δούμε έμπρακτα την υποστήριξη της κυβέρνησης στην επιχειρηματικότητα του τόπου, σύμφωνα άλλωστε και με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού στις πρόσφατες συναντήσεις με τους παραγωγικούς φορείς. Έχουμε επανειλημμένα διατυπώσει τις θέσεις μας, έχουμε καταθέσει τις προτάσεις μας και είμαστε καλά προετοιμασμένοι να συνδράμουμε στην εξέλιξη και στην πρόοδο του ελληνικού εμπορίου. Κοινή επιδίωξη όλων θα πρέπει να είναι το μοντέλο της «επιχειρηματικότητας ευκαιρίας» έναντι αυτού της «επιχειρηματικότητας ανάγκης», που αποδείχθηκε εντός κρίσης ως μη βιώσιμο.

Ως πρόεδρος της ΕΣΕΕ, συχνά υπενθυμίζω στους πολιτικούς ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν ζητά προστασία, αλλά απλά έμπρακτη στήριξη και μάλιστα σε πραγματικό χρόνο και όχι σε πολιτικό χρόνο, οι οποίοι, δυστυχώς, δεν συμβαδίζουν μεταξύ τους.