Του Στράτου Στρατηγάκη
Λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία και οι απορίες είναι ίδιες όπως κάθε χρόνο: πόσα κενά εκπαιδευτικών υπάρχουν, πώς θα καλυφθούν, αν υπάρχουν βιβλία και άλλες παρόμοιες ερωτήσεις που επαναλαμβάνονται με βαρετό τρόπο ίδιες και απαράλλαχτες χρόνια τώρα. Μέχρι το 2010 όλες αυτές οι καθυστερήσεις οφείλονταν σε απλή, αγνή ανικανότητα. Όλα αυτά τα χρόνια μόνο μία χρονιά το 2003, με υφυπουργό Παιδείας τον κ. Γκεσούλη, έγιναν όλα στην ώρα τους και την επόμενη λόγω κεκτημένης ταχύτητας επαναλήφθηκε το… θαύμα. Αυτό ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι αν κάποιος το βάλει στόχο τότε μπορεί να κινητοποιηθεί ο διοικητικός μηχανισμός και να λειτουργήσει.
Με την έλευση της τρόικας τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα, γιατί οι διορισμοί μειώθηκαν μέχρι που σταμάτησαν εντελώς, παραβιάζοντας την αρχή που η ίδια η τρόικα έθεσε ότι για κάθε 10 αποχωρήσεις θα γίνεται ένας διορισμός. Κι όμως είναι τρίτη χρονιά φέτος που δεν γίνεται κανείς διορισμός ακυρώνοντας τους κανόνες που η ίδια η τρόικα έθεσε.
Με τις δυσκολίες να αυξάνουν είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι θα δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη διαχείριση του προσωπικού και θα λειτουργήσει σε ανεκτό επίπεδο ο διοικητικός μηχανισμός ώστε να βρεθούν οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία τη στιγμή που πρέπει, δηλαδή την 1η Σεπτεμβρίου.
Δεν έγιναν, όμως, έτσι τα πράγματα τα προηγούμενα χρόνια, ούτε και φέτος, από ό,τι μέχρι στιγμής φαίνεται. Τα προβλήματα με τους διορισμούς εντάχθηκαν μέσα στο συνολικό πρόβλημα διαχείρισης προσωπικού που έχει το Υπουργείο Παιδείας και απλά χειροτέρευσαν την κατάσταση. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται. Καμία αντίδραση από πουθενά.
Η διαδικασία, όπως εφαρμόζεται τόσα χρόνια, είναι η εξής: πρώτα γίνονται οι μεταθέσεις εκπαιδευτικών. Γίνονται οι τοποθετήσεις των μετατιθέμενων σε σχολεία. Μετά μετράνε τα κενά και βλέπουν πόσες αποσπάσεις μπορούν να γίνουν, οι οποίες και γίνονται. Μετά ξαναμετράνε τα κενά και γίνονται οι διορισμοί (βήμα που παραλείπεται τα τρία τελευταία χρόνια). Μετά τοποθετούνται όλοι σε σχολεία και… ξαναμετράνε τα κενά. Ακολουθούν σταδιακά οι διορισμοί αναπληρωτών. Όλη αυτή η διαδικασία διαρκεί πια μέχρι το Δεκέμβρη. Σ’ αυτό το διάστημα τα σχολεία υπολειτουργούν, αφού λείπουν εκπαιδευτικοί, το πρόγραμμα αλλάζει κάθε εβδομάδα με την έλευση ή την αποχώρηση κάθε καινούριου εκπαιδευτικού και ταλαιπωρούνται όλοι (μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς) εξαιτίας της κακοδιοίκησης. Οι ώρες διδασκαλίας που χάνονται κάθε χρόνο σε όλα τα σχολεία της επικράτειας είναι χιλιάδες. Οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τη σύνταξη εγγράφων με τις κενές θέσεις κάθε εβδομάδα και οι διευθυντές των σχολείων παρακαλάνε να τους στείλουν εκπαιδευτικούς, ώστε να συμπληρωθεί το πρόγραμμα διδασκαλίας.
Σε μια κανονική χώρα όλα αυτά θα είχαν ολοκληρωθεί μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου, θα καταρτιζόταν το ένα και μοναδικό πρόγραμμα και θα λειτουργούσε κάθε σχολείο με αυτό το πρόγραμμα όλη τη χρονιά, ώστε να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να ασχοληθούν με αυτό που πρέπει να κάνουν: να διδάσκουν. Φυσικά δεν θα είχαμε καμία χαμένη διδακτική ώρα. Είναι προφανές ότι δεν ζούμε σε μία κανονική χώρα, αφού τίποτε δεν γίνεται όπως πρέπει, όταν πρέπει. Σε μια κανονική χώρα, επίσης, αν συνέβαινε μία χρονιά το μπάχαλο που συμβαίνει κάθε χρόνο στα σχολεία, ο πρωθυπουργός θα έστελνε στο σπίτι του τον Υπουργό Παιδείας καταλογίζοντάς του διοικητική ανικανότητα. Εδώ, όμως, δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο, αφήνοντας τον κόσμο να στείλει σπίτι τους τους ανίκανους Υπουργούς Παιδείας. Ίσως, τελικά, αυτό είναι το μόνο που λειτουργεί, αφού ο κατάλογος των Υπουργών και Υφυπουργών Παιδείας που δεν επανεξελέγησαν βουλευτές είναι πολύ μακρύς.
Η απαίτηση καλής λειτουργίας των σχολείων είναι λοιπόν ανεξάρτητη της όποιας τρόικας, κουαρτέτου, θεσμών ή όπως αλλιώς θέλετε να τους πείτε. Η καλή λειτουργία των σχολείων είναι ένα δείγμα του πότε θα γίνουμε κανονική χώρα. Όσο το διοικητικό μπάχαλο κυριαρχεί κανονική χώρα, δεν είμαστε, και δεν μας φταίει κανείς άλλος γι’ αυτό.