Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Ξεπροβοδίζοντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη για την πρώτη επίσημη, ως πρωθυπουργού, συνάντησή του με τον μεγάλο «έξω κόσμο», στο Μέγαρο των Ηλυσίων, ένα έχει ενδιαφέρον να καταγράψει κανείς, πως ενώ στο ξεκίνημα της τωρινής κυβέρνησης επικρατούσε (και διακινείτο άλλωστε, ώστε να επικρατήσει…) η αντίληψη ότι κομβικό σημείο στις εφεξής σχέσεις της Ελλάδας με τους «εταίρους» θα ήταν η διεκδίκηση μιας μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων – ώστε να μας προκύψει δημοσιονομικός χώρος και να «χωρέσουν» οι προεξαγγελμένες φορολογικές μειώσεις: πλησιάζει και ΔΕΘ, άλλωστε. Τώρα σιγά-σιγά η έμφαση μετακινήθηκε προς εκείνο που έχουμε μάθει ως «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Δηλαδή ως ικανοποίηση των προαπαιτούμενων της τρέχουσας μετα-Μνημονιακής παρακολούθησης.
Διότι μπορεί η τρέχουσα χρήση, του 2019, να προκύπτει δημοσιονομικά ισορροπημένη – δηλαδή… μπορεί τα πλεονάσματα που είχε σχεδιάσει η προηγούμενη κυβέρνηση να ήρκεσαν προκειμένου να απορροφηθούν οι προεκλογικές εξαγγελίες (τις οποίες σύμπασα η τότε αντιπολίτευση, ήδη κυβέρνηση, υπερθεμάτισε) και οι πρώτες μετεκλογικές φορολογικές ελαφρύνσεις/ΕΝΦΙΑ – μπορεί και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή να αισιοδοξεί ως προς την επιτευξιμότητα του στόχου πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ, αλλά η συνέχεια δημιουργεί ερωτηματικά.
Οπότε, για μιαν ακόμη φορά η κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα, που θα έπρεπε να το έχουμε συνηθίσει πια: προτιμότερο να εμφανισθεί απέναντι στους εταίρους ως ο πιο καλός ο μαθητής; ή να επιλέξει την οδό της αρχικής κόντρας – συγκρατημένης έστω κόντρας;
Τη στιγμή που μιλάμε δείχνει να επικρατεί η λογική επίδειξης μεταρρυθμιστικού ζήλου. Που έτσι όπως λειτουργεί αντιστικτικά σε σχέση με τη στάση της προηγούμενης κυβέρνησης μετά το φθινόπωρο του 2018, ελπίζεται ότι θα κριθεί αρκετός από τους θεσμούς της ενισχυμένης μετα-Μνημονιακής παρακολούθησης, ώστε οι αμφιβολίες για τη δημοσιονομική πορεία (άμα προχωρήσουν οι κυρίως φορολογικές μειώσεις) να πάνε λίγο πιο πίσω.
Αν θέλει κανείς να είναι σοβαρός, κινήσεις όπως η επίσπευση ιδιωτικοποιήσεων -πώληση του 30% του Ελ. Βενιζέλος, συν του 20% του Δημοσίου στα ΕΛΠΕ, προώθηση του πολύπαθου Ελληνικού παρ’ όλες τις εγγενείς αμφιβολίες, Εγνατία, ποιος μιλάει σήμερα για ΔΕΗ;- δύσκολα θα ανοίξουν τις πύλες του Παραδείσου.
Δηλαδή… δύσκολα θα αντισταθμίσουν τις αμφιβολίες για τα δημοσιονομικά.
Πιο προωθημένες είναι κινήσεις όπως εκείνες των τροπολογιών 12ης ώρας για τα εργασιακά [συνευθύνη με τον εργολάβο της επιχείρησης που αναθέτει εργολαβία, (επανα)χαλάρωση του καθεστώτος των απολύσεων] προς κατεύθυνση που η κυβέρνηση μπορεί να πει ότι βελτιώνει το επιχειρηματικό κλίμα. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε… πανηγυρική υποδοχή του επιχειρηματικού κόσμου, που μάλλον διστάζει να δώσει παρόμοια στήριξη, αλλά και ανάλογη ερμηνεία Βρυξελλών. Κυρίως όμως – όπως ισχύει και με τον επικείμενο τερματισμό των capital controls, άλλωστε- παρόμοιες κινήσεις θα κριθούν στην πράξη. Πώς/πότε θα «ανταποκριθεί» η απασχόληση, με την ανεργία να βρίσκεται ακόμη -θυμίζουμε- στο 17,6% του εργατικού δυναμικού; Πώς/πότε θα υποχωρήσουν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης; Πώς/πότε θα έχουμε ουσιώδη επιτάχυνση της (επαν)εισροής κεφαλαίων και αισθητή ανάκαμψη των επενδύσεων;
Πάντως, άμα η κυβέρνηση προσδοκά έμπρακτη «επιβράβευση» από πλευράς των δανειστών/των θεσμών, μάλλον θα χρειαστεί να κάνει κάτι αντίστοιχα ουσιώδες στα εξής μέτωπα: Πρώτον, σ’ εκείνο των κόκκινων δανείων, δηλαδή της επίσπευσης εκκαθάρισης των υπερεπιβαρυμένων τραπεζικών χαρτοφυλακίων. Θα τολμήσει/αντέξει η κυβέρνηση να στηρίξει «ενεργητική διαχείριση» (=πώληση δανείων σε funds) σε σαφώς μεγαλύτερη κλίμακα; Θα διαθέσει πόρους από το «μαξιλαράκι»/cash buffer για στήριξη τιτλοποιήσεων – όπως είχε υπαινιχθεί π.χ. ο Μπάμπης Παπαδημητρίου και παρευθύς κηρύχθηκε σιωπητήριο; Και, αν έστω υπάρξει πολιτική στήριξη, θα υπάρξει και αποτέλεσμα;…
Δεύτερον, στο μέτωπο της μείωσης του αφορολόγητου που δεν (ΔΕΝ) έχει κλείσει. Εδώ, πολιτικά πρόκειται για ιερή αγελάδα. Μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να έχει υπερθεματίσει τη θέση της προηγούμενης, πλην όμως το θέμα της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης παραμένει. Μέσα από πατέντες για την κατοχύρωση του αφορολόγητου μεταξύ 8.636 και 5.500 ευρώ μόνον άμα υπάρχουν επιπρόσθετες ηλεκτρονικές συναλλαγές, ένα πρώτο βήμα επιχειρείται να γίνει – να δούμε όμως τις αντιδράσεις.
Το τρίτο μέτωπο θα είναι εκείνο της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Εδώ, η μη περικοπή των «παλαιών» συντάξεων είναι πολύ πιο σημαντική ιερή αγελάδα. Ενδεχομένως όμως -μέσα στη γενική ανακατωσούρα των κατά Βρούτση επανυπολογισμών, με το ξήλωμα της κακοτεχνίας Κατρούγκαλου- «κάτι» να επιχειρηθεί.
Άμα παρόμοιες κινήσεις δεν περπατήσουν, τότε η κυβέρνηση είτε θα χρειαστεί να εκμαιεύσει αληθινή πολιτική υπαναχώρηση των δανειστών/ «εταίρων» ξεκινώντας από τα Ηλύσια, είτε θα αναγκαστεί να δοκιμάσει ήπια κόντρα.