Skip to main content

Αρχίζει μια διαφορετική, ουσιαστικότατη ανηφόρα

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Το τι σημαίνει, κι ακόμη περισσότερο τι θα σημάνει στην εξέλιξή της η μετά-τα-μνημόνια εποχή που αρχίζει σήμερα 20 Αυγούστου, είναι πια φανερό ότι ο καθένας μας θα το αποφασίσει μόνος του. 

Αρχίζει η εποχή αυτή όχι επειδή η κυβέρνηση το πέτυχε/το αποφάσισε ή επειδή η αντιπολίτευση κάποια στιγμή θα πάψει να επενδύει στο ότι «βρισκόμαστε σε 4ο μνημόνιο» (αν μη τι άλλο επειδή προσδοκά ότι… θα γίνει κυβέρνηση με τη σειρά της και θα ‘θελε να λειτουργήσει με κάπως λυμένα τα χέρια). 

Αρχίζει επειδή τα Eurogroup του φετινού καλοκαιριού έτσι έκριναν, και μας φιλοδώρησαν με ένα πρόσθετο cash buffer συν μια κάποια μεσοπρόθεσμη ελάφρυνση χρέους – και μας είπαν «Καλή σας τύχη, τώρα!». Θα αποφασίσει ο καθένας μόνος του τι θα σημάνει η μετά-τα-μνημόνια εποχή, όπως το κρίνει, όπως το εκτιμά, όπως βολεύει την πολιτική του προτίμηση ή την προκατάληψή του. Πλην όμως, ένα φαινόμενο αξίζει/χρειάζεται να προσεχθεί. 

Ανά τον διεθνή και ευρωπαϊκό Τύπο, που τις περασμένες εβδομάδες είχε συντονισθεί να βλέπει την έξοδο από την εποχή των μνημονίων για μια καταταλαιπωρημένη Ελλάδα θετικά και στιγμές-στιγμές στοργικά, άνθησαν τις τελευταίες αυτές ημέρες κείμενα και αναλύσεις με όλο και πιο συγκρατημένη εικόνα για το αύριο, για το μετά. 

Με αρκετή αυτοκριτική για τη μνημονιακή πολιτική των ίδιων των «εταίρων», αλλά και με πολλές προειδοποιήσεις και εμφανώς σπαρμένες αμφιβολίες. Την αρχή είχε κάνει ο «Spiegel» με το «Αποστολή εξετελέσθη – η Ελλάδα πεθαίνει». Το κατέληξε ο «Economist» με το «κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για success story στην Ελλάδα» – αλλά και με την επισήμανση των αδυναμιών της ίδιας της Ευρωζώνης, που έφερε στην επιφάνεια η κρίση της Ελλάδας, οδηγώντας σε λύσεις οι οποίες δεν είναι παρά «ταχυδακτυλουργία που παριστάνει την πολιτική». Την πιο αναστοχαστική προσέγγιση οφείλουμε στους «F.T.», με το «εμπόδιο για την οικονομική ανάκαμψη στην Ελλάδα το brain drain».

Βαθύτερα το πήγε η -όχι και τόσο συνηθισμένη στα ελληνικά ζητήματα- «Hamburger Abendblatt», όταν επεσήμαινε ότι «στην Ελλάδα υπάρχει μια κοινωνική ωρολογιακή βόμβα». Ενώ η -σαφώς πιο εξοικειωμένη με τα δικά μας- «Handelsblatt» το στόχευσε στο αληθινό, για μας, κέντρο του πράγματος: «Ας μην αναμένονται πολιτικές εκπτώσεις από τις αγορές. Εκείνες δεν δείχνουν οίκτο».

Σταματούμε εδώ. Δεν είναι καλό να μένει κανείς στα δυσοίωνα – ιδίως όταν όλοι σιωπηρά παραδέχονται ότι αν δεν υπάρξει στην Ελλάδα μια (και) ψυχολογική επανεκκίνηση, ουσιαστικά το στοίχημα θα έχει υπονομευθεί προτού καν παιχτεί. 

Άλλωστε, οι διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων -ακόμη και των πιο συντηρητικών στις τοποθετήσεις τους, τύπου Ρέγκλινγκ ή Ντράγκι (τελευταίας εκδοχής)- υποστηρικτικά κατά βάση λειτουργούν. Και η καημένη η Fitch μάς το έκανε το δωράκι αναβάθμισης στο νήμα (προ της εξόδου). 

Ενώ και το Bloomberg, από δίπλα και η WSJ, στηριζόμενη σε εκτίμηση SocGen, αναγνωρίζουν «μακροπρόθεσμη αξία» στα ελληνικά ομόλογα, που θα τα προτιμούσε το Βloomberg σήμερα από τα ιταλικά.

Ετοιμάζοντας τις τοποθετήσεις τους για τη -συγκρατημένη ούτως ή άλλως: πικρό «δώρο» της φρίκης της καλοκαιρινής πυρκαγιάς και της αίσθησης ανασφάλειας που αφήνει πίσω της- σημερινή μέρα, οι πολιτικές ηγεσίες καλά θα έκαναν να ξανασυμβουλευθούν τον Φραγκίσκο Κουτεντάκη/το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή όπως φιλοξενήθηκε στις στήλες αυτές -αλλά και ευρύτατα ανά τον Τύπο- όταν προειδοποιούσε ότι «οι αγορές θα τιμολογούν το ρίσκο που ακολουθεί τη χώρα, κι αυτό θα έχει να κάνει με τα μηνύματα που αυτή θα στείλει». Αν κανείς προτιμά, ας σταθεί στου Πάνου Τσακλόγλου την αντίστοιχη επισήμανση για τις επιλογές της χώρας αύριο. Προσοχή! «Της χώρας», όχι της σημερινής κυβέρνησης ή της αυριανής κυβέρνησης ή οποιασδήποτε επομένης αποφασίσει να διαμορφώσει η κάλπη. Η πρώτη, που η προεκλογική εκστρατεία για αυτήν έχει ήδη ανοίξει. Αλλά και η παραπέρα – εκείνη της απλής αναλογικής.

Στην κάλπη λοιπόν οδηγεί η διαφορετική, πλην ουσιαστικότατη ανηφόρα που ανοίγεται τώρα, μπροστά στις πολιτικές δυνάμεις, όμως κυριότατα μπροστά στην κοινή γνώμη. Η οποία, ακούγοντας και αναλύοντας τοποθετήσεις και συμβολισμούς ας θυμάται ότι στο τέλος της πρώτης φάσης της μεταμνημονιακής ανηφόρας θα μεταμορφωθεί η ίδια αυτή κοινή γνώμη σε «εν στενή εννοία λαό». 

Δηλαδή θα πάει στις κάλπες όχι για να μοιράσει οφίτσια αφού δεχθεί ταξίματα (πρώτος επόμενος σταθμός: ΔΕΘ), αλλά ευθύνες και επιλογές.