Skip to main content

Πειστικές αποδείξεις για νέα αρχή

Από την έντυπη έκδοση 

Του Χρήστου Δόγα
[email protected] 

Την πιο ασφαλή ένδειξη για το εάν η Ελλάδα θα έχει αφήσει για τα καλά πίσω της την κρίση και θα έχει εισέλθει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης δεν θα τη δώσουν τόσο οι οικονομικοί δείκτες και τα spreads, όσο η σταδιακή επιστροφή στα πάτρια εδάφη των χιλιάδων νέων που εγκατέλειψαν τη χώρα αναζητώντας αλλού καλύτερη τύχη. Τάδε έφη ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν εν έτει 2010, όταν η χώρα μας διένυε ήδη το πρώτο έτος της οκταετούς, οδυνηρής περιπέτειας. 

Εάν ασπασθούμε την άποψη αυτή, τότε η ώρα της πραγματικής ανάκαμψης απέχει πολύ και σίγουρα δεν συμπίπτει χρονικά με την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, αφού, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ε.Ε., μόλις το 10% των περίπου 400.000 Ελλήνων που έχουν καταφύγει στο εξωτερικό από το ξεκίνημα της κρίσης σχεδιάζουν να επιστρέψουν μέσα στην επόμενη τριετία. Και αυτό δεν προκαλεί εντύπωση, καθώς, παρά την πρωτοφανή και επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή, η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια με πολλές ανοιχτές πληγές και πλήθος προκλήσεων, όπως καταδεικνύει με στοιχεία η αναλυτική έρευνα της «Ναυτεμπορικής». Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., ενώ το ποσοστό απασχόλησης για τη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση το χαμηλότερο. Την ίδια ώρα, η αύξηση των θέσεων απασχόλησης αφορά κυρίως μερική και εκ περιτροπής εργασία, με αποτέλεσμα οι αμοιβές να παραμένουν καθηλωμένες σε χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, η φυγή εξειδικευμένου προσωπικού στο εξωτερικό και οι ανησυχητικές δημογραφικές εξελίξεις λόγω της γήρανσης του πληθυσμού υπονομεύουν την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε μακροχρόνιο ορίζοντα. 

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας -που ενδεχομένως ήταν οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης- και οι οποίες στο διάστημα των οκτώ ετών δεν θεραπεύθηκαν. Και οι παθογένειες αυτές οφείλονται κατά κύριο λόγο στην απροθυμία του πολιτικού συστήματος να προωθήσει τολμηρές και απαραίτητες μεταρρυθμίσεις χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος.  Ακόμη και τώρα, είναι εμφανές ότι δεν έχει εδραιωθεί η αντίληψη της ανάγκης μεγάλων αλλαγών σε τομείς όπως η δημόσια διοίκηση, το εκπαιδευτικό σύστημα και η δικαιοσύνη. 

Το πολιτικό προσωπικό μοιάζει κολλημένο στο χθες, έτοιμο να υποπέσει με ευκολία σε πρακτικές του παρελθόντος που γέννησαν και διαιώνισαν την κρίση. «Η Ελλάδα πρέπει να κάνει ακόμη πολλά. Αλλά πρέπει να τα κάνει η ίδια για τον εαυτό της», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα Γερμανός οικονομολόγος. Και το ουσιαστικό στοίχημα της «επόμενης μέρας» είναι ακριβώς αυτό. Μια πειστική απόδειξη ότι η χώρα αποφάσισε πραγματικά να αλλάξει σελίδα.