Skip to main content

Τάσος Γιαννίτσης στη «Ν»: Μεταρρύθμιση σημαίνει ορίζοντας 20ετίας

Συνέντευξη στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
@VasKostoulas
Στούντιο: Βάνιας Σταυρακάκης

Από την έντυπη έκδοση

Την πεποίθηση ότι το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα χρειάζεται μια μεταρρύθμιση με ορίζοντα 20ετίας, αντί για μέτρα βραχείας πνοής που μέσω συνεχών ανατροπών φέρνουν τους ασφαλισμένους προ τετελεσμένων γεγονότων, εκφράζει σε συνέντευξη στη «Ναυτεμπορική» ο πρώην υπουργός Εργασίας, καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Τάσος Γιαννίτσης. Ο ίδιος δηλώνει ότι διαφωνεί με τη θέση «να περιμένουμε να επανέλθει η μεγέθυνση ή να αυξηθεί η απασχόληση για να βελτιωθούν τα μεγέθη του ασφαλιστικού», τονίζοντας ότι στη 10ετία πριν από την κρίση τα συσσωρευμένα ελλείμματα του ασφαλιστικού αντιπροσώπευαν το 83% της συνολικής αύξησης του χρέους. Χαρακτηρίζει δε λάθος τη διάκριση «αγρότες» και «μη αγρότες», τονίζοντας ότι επιβάλλεται ίδια μεταχείριση όλων με βάση το εισόδημα. Ερωτηθείς για τον αντίκτυπο του PSI στο ασφαλιστικό, τονίζει ότι η σχετική συζήτηση δεν ωφελεί την Ελλάδα, η οποία πρακτικά έκανε «ζαβολιά», αναπληρώνοντας τις απώλειες από το «κούρεμα» μέσω των επιδοτήσεων στα ταμεία από τον κρατικό προϋπολογισμό. Κληθείς να αξιολογήσει το σενάριο με βάση το οποίο θα είχε τελικώς εφαρμοστεί η πρόταση που ο ίδιος εκπόνησε το 2001, εξηγεί πώς «τα δημοσιονομικά μεγέθη πιθανότατα θα ήταν στην ίδια ή παρεμφερή άσχημη κατάσταση» αλλά και πώς υπό προϋποθέσεις το ασφαλιστικό σύστημα «δεν θα είχε λάβει τον έντονο καταστροφικό χαρακτήρα τον οποίο έλαβε το 2009 και μετά».

Κύριε Γιαννίτση, μόλις εκδόθηκε το νέο σας βιβλίο, στο οποίο εξετάζετε την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο ασφαλιστικό και την κρίση. Ηταν λοιπόν η κρίση, η ύφεση και η ανεργία που δημιούργησαν το πρόβλημα στα ασφαλιστικά ταμεία ή το αντίστροφο;

«Μια μονοσήμαντη απάντηση θα ήταν λάθος. Προφανώς η κρίση δεν δημιουργήθηκε μόνο από το ασφαλιστικό, αλλά “ψάχνοντας” το θέμα διαπίστωσα ότι το ασφαλιστικό έπαιξε πολύ πιο σημαντικό ρόλο απ’ ό,τι νομίζουμε στη δημιουργία της κρίσης. 

Πρώτον, τα ελλείμματα που συσσώρευσε αντιπροσώπευαν το 70%-80% των συνολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου πριν από την κρίση. Πρόκειται για ένα τεράστιο νούμερο και άρα τα δημοσιονομικά μας ελλείμματα δεν θα ήταν τόσο υψηλά. 

Δεύτερον, τα συσσωρευμένα ελλείμματα του ασφαλιστικού στη 10ετία πριν από την κρίση έφτασαν τα 100 δισ., ίσως και τα ξεπέρασαν, τα οποία αντιπροσώπευαν το 83% της συνολικής αύξησης του χρέους της χώρας πριν από την κρίση. Μετά την κρίση αντιπροσώπευαν ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά. Αυτό συνέβαλε σημαντικά στη δημοσιονομική κατάρρευση της χώρας, η οποία είχε τις γνωστές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης καταποντίστηκαν. Σημειώθηκε 25%-27% μείωση του ΑΕΠ, τεράστια αύξηση της ανεργίας, τεράστια συρρίκνωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος, όπως και αδυναμία των επιχειρήσεων να δανειστούν. 

Συνεπώς, η θέση “να περιμένουμε να επανέλθει η μεγέθυνση ή να αυξηθεί η απασχόληση για να βελτιωθούν τα μεγέθη του ασφαλιστικού” είναι λανθασμένη. Εφόσον το ασφαλιστικό είναι και αυτό γενεσιουργό αίτιο της κρίσης, θα πρέπει να δούμε και τα δύο προβλήματα ταυτόχρονα».

Το PSI; Πώς επέδρασε στα ασφαλιστικά ταμεία;

«Το PSI, δηλαδή το “κούρεμα” των ομολόγων, πέρα από τις φιλολογίες, όπως φαίνεται και από τις ανακοινώσεις της ΤτΕ, είχε για τα ασφαλιστικά ταμεία ένα συνολικό κόστος ύψους 13,5 δισ. Αυτό είναι ένα κόστος. Αλλά αυτά τα 13,5 δισ. τα αναπλήρωσε πλήρως ο κρατικός προϋπολογισμός μέσω των επιδοτήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία. Άρα, έμμεσα, τους πλήρωσε τη ζημιά.

Και όλη αυτή η συζήτηση δεν μας ωφελεί, καθώς δείχνει ουσιαστικά ότι η Ελλάδα έχει κάνει μια “ζαβολιά”. Διότι όταν κάνεις “κούρεμα” 200 δισ. για όλον τον κόσμο, και γλιτώνεις 100 δισ. και παραπάνω, καθώς το “κούρεμα” είχε μια πολύ μεγάλη επίπτωση στη μείωση του χρέους, τότε πληρώνουν βεβαίως οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά πληρώνουν και όλοι οι άλλοι. Θα μπορούσε λοιπόν να έρθει κανείς και να πει “για καθίστε, ενώ δεν έπρεπε να αποζημιώσετε κανέναν από αυτούς που κουρέψατε, ήρθατε και -με έμμεσο τρόπο- αποζημιώσατε αυτούς που κουρεύτηκαν”. 

Πρέπει λοιπόν να ξέρουμε τι θέλουμε και να μετράμε το κόστος και το όφελος συνολικά. Όχι μόνο σε μια εστιασμένη βάση».

Είναι, άλλωστε, το «κούρεμα» των ομολόγων αυτό που επιδιώκει διακαώς και η σημερινή κυβέρνηση.

«Πράγματι. Kαι τώρα. Aυτό που ζητά η κυβέρνηση είναι “κούρεμα” του χρέους. Πάλι δηλαδή θα έμπαινε αυτό το θέμα».

Ημίμετρα στο ασφαλιστικό

Ορισμένες αναλύσεις θέλουν τις παρεμβάσεις οι οποίες δρομολογούνται σήμερα να οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε νέα μέτρα, ίσως και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Ποια είναι η γνώμη σας;

«Το ασφαλιστικό σύστημα είναι σήμερα σε τόσο τραγική κατάσταση, και δεν είναι εύκολη μια λύση, διότι κάθε 2-3 χρόνια παίρνουμε μέτρα τα οποία κάθε 2-3 χρόνια καθιστούν αναγκαία νέα μέτρα. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, κάποια στιγμή, όπως και σε πάρα πολλές άλλες χώρες, έτσι κι εδώ χρειάζεται μια μεταρρύθμιση.

Η μεταρρύθμιση δεν είναι κάποια αφηρημένη έννοια. Μεταρρύθμιση σημαίνει “κάνω κάποιες αλλαγές που δίνουν μια ζωή στο σύστημα για 15-20 χρόνια”. Δεν σας λέω για 30 ή 40 χρόνια, που κι αυτό το κάνουν χώρες με πιο ισχυρά συστήματα. Ας πούμε ότι για εμάς είναι πολυτέλεια αυτό. Εμείς όμως παίρνουμε μέτρα κάθε 1 ή 2 ή 2,5 χρόνια, τα οποία φέρνουν τους ασφαλισμένους προ τετελεσμένων γεγονότων. Τους φέρνουν μπροστά σε καταστάσεις τις οποίες δεν είχαν φανταστεί πριν και άρα δεν μπορούσαν να προσαρμόσουν τις επιλογές τους, τις αποταμιεύσεις τους, την κατανάλωσή τους.

Ο καθένας κάνει τους λογαριασμούς του. Όταν υπολογίζει κανείς 5, 10, 15 χρόνια μπροστά και έρχεσαι και παρεμβαίνεις 1, 2, 3, 4 χρόνια πριν πάρει σύνταξη -ή αφού έχει πάρει σύνταξη-, τότε αυτό είναι μια τεράστια ανατροπή και μια τεράστια αδικία. Αδικία συστημική, που δηλητηριάζει όλη τη χώρα. Γι’ αυτό σήμερα όποιος από τους νέους μπορεί, σηκώνεται και φεύγει.

Αν δει κανείς τι πληρώνουν σε εισφορές και σε φόρους όσοι εργάζονται, δεν θα υπερέβαλλα αν έλεγα πως θα ανακαλύψει ότι αυτό που τους μένει είναι λιγότερο από αυτό που πληρώνουν. Οι αμοιβές από εργασία σε όλη την οικονομία ανέρχονται περίπου στο 25% του ΑΕΠ και οι συντάξεις στο 16%-16,5% του ΑΕΠ.

Η αναλογία είναι πια δυσβάσταχτη και μη βιώσιμη. Αν δεν δούμε πώς θα την κάνουμε βιώσιμη, τότε θα ισορροπούμε συνεχώς σε πιο χαμηλό επίπεδο. Αυτό είναι τρομακτικό. Πρέπει να δούμε πώς θα ισορροπούμε σε υψηλότερο επίπεδο, για να αντιμετωπίσουμε και αυτά όλα τα προβλήματα».

Όχι διαφορετικούς κανόνες για τους αγρότες

Ποια κατεύθυνση θα προκρίνατε στην περίπτωση του ασφαλιστικού των αγροτών, οι οποίοι μέρα με τη μέρα κλιμακώνουν τις αντιδράσεις τους;

«Κατά τη γνώμη μου, η διάκριση “αγρότες” και “μη αγρότες” είναι λάθος. Οι αγρότες είναι μισθωτοί ή ελεύθεροι επαγγελματίες. Αντίστοιχα, θα πρέπει να συγκρίνονται με τους μισθωτούς και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

Είσαι μισθωτός με 5.000, 10.000, 20.000 ευρώ; Θα έχεις ίδια μεταχείριση με τον μισθωτό στους άλλους τομείς, ο οποίος λαμβάνει τον ίδιο μισθό. Είσαι ελεύθερος επαγγελματίας; Εχεις τα βιβλία σου; Τα έσοδά σου; Τις δαπάνες σου; Σου μένει καθαρό ένα ποσό; Θα έχεις την ίδια μεταχείριση που θα έχει και ο άλλος ελεύθερος επαγγελματίας με το ίδιο ποσό σε οποιονδήποτε άλλον τομέα της οικονομίας.

Δεν είμαστε στο 1950 ή στο 1960, όταν η οικονομία αναπτύχθηκε σε βάρος του αγροτικού τομέα και υπήρχε εξαθλίωση και ερήμωση της υπαίθρου. Και δεν είναι βιώσιμο πια αυτό το σύστημα. Επιβάλλεται η ίδια μεταχείριση. Όπως επιβάλλεται σε κάθε τομέα της οικονομίας.

Οι διαφορετικοί κανόνες δημιουργούν και μια αίσθηση αδικίας και ανισορροπίας, η οποία με τη σειρά της προκαλεί κοινωνικές εντάσεις μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων. Αυτό είναι καταστροφικό για μια χώρα».

Θα λέγατε ότι έχουν εφαρμοστεί δίκαια οι περικοπές των συντάξεων τα τελευταία 6 χρόνια; Υπάρχουν περιθώρια εξορθολογισμού σε αυτό το επίπεδο;

«Αν δει κανείς τις περικοπές, θα διαπιστώσει ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η σύνταξη τόσο μεγαλύτερη ήταν η περικοπή. Οι περικοπές φτάνουν ακόμη και το 55% στις συντάξεις που ήταν αρκετά υψηλές, ας πούμε άνω των 1.500-1.700 ευρώ, και κλιμακώνονται προς τα κάτω στις χαμηλότερες συντάξεις. Ήταν σαφώς μικρότερες οι περικοπές κάτω από τα 1.000 ευρώ. Αλλά ήταν βεβαίως περικοπές.

Αν λοιπόν το δει κανείς από αυτήν τη σκοπιά, θα έλεγα ότι οι περικοπές ήταν δίκαιες. Υπήρξε άλλωστε δικαιοσύνη στις συντάξεις που αντιστοιχούσαν σε ένα ποσοστό αναπλήρωσης 100%-110%, δηλαδή στη σύνταξη που ήταν ίδια με τον εν ενεργεία μισθό ή και μεγαλύτερη, κάτι που προφανώς δεν είναι βιώσιμο.

Από την άλλη μεριά, πρέπει να δει κανείς κι άλλα κριτήρια, όπως το τι πλήρωσε αυτός που υπέστη τις μεγάλες περικοπές. Μήπως δηλαδή υπέστη μια πιο άδικη περικοπή σε σχέση με μεγάλες κατηγορίες οι οποίες λαμβάνουν σαφώς μικρότερη σύνταξη, αλλά δεν πλήρωσαν και τίποτα για να λάβουν αυτήν τη σύνταξη; Ή όχι; Θα πρέπει λοιπόν να δει κανείς κι αυτές τις αντιστοιχίες, διαφορετικά θα έχει μια ατελή εικόνα.

Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες, και το εννοώ, πέρασαν σε καθεστώς πρόωρης ή γρήγορης σύνταξης με μειωμένες αλλά όχι ασήμαντες συντάξεις, την ώρα που πολύς κόσμος περνούσε στην ανεργία. Δηλαδή, από τη μία πλευρά έχει κανείς μαζικές κατηγορίες πολιτών το εισόδημα των οποίων μηδενίστηκε και είναι άνεργοι, ψάχνουν δουλειά ή φεύγουν από τη χώρα, και από την άλλη εκατοντάδες χιλιάδες οι οποίοι μπήκαν στο συνταξιοδοτικό σύστημα και απολαμβάνουν ένα εισόδημα το οποίο χρηματοδοτούν αυτοί που εργάζονται.

Αν δεν δει κανείς το ασφαλιστικό ως ένα συνολικότερο αλλά ως ένα αριθμητικό πρόβλημα, τότε κινδυνεύει να βλέπει μόνο το δέντρο και όχι το δάσος».

Παρουσιάζετε στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι κατά την προσαρμογή των τελευταίων ετών οι συντάξεις έχουν σηκώσει αρκετά μικρότερο βάρος απ’ ό,τι οι μισθοί και η εργασία. Καλώς ή κακώς; Διότι από τη μία πλευρά υπάρχει η αντιαναπτυξιακή διάσταση, από την άλλη υπάρχει ο αντίλογος που μετουσιώνεται στη φράση «ένας συνταξιούχος “ζει” δύο άνεργους».

«Καταρχήν, να εξηγήσουμε τι σημαίνει ότι οι συντάξεις έφεραν περισσότερο βάρος. Πρώτον, αν δει κανείς την κατανομή του μειωμένου ΑΕΠ, το ποσό που καταλήγει σε μισθούς μειώθηκε κατά 27% και το ποσό που καταλήγει σε συντάξεις, μιλάμε συνολικά, σε όλη τη χώρα, αυξήθηκε κατά 13%. Αυτό μας δείχνει ότι ο χώρος των συντάξεων σε σχέση με τον χώρο της εργασίας έχει μια ασύμμετρη εξέλιξη. Δίκαιη ή άδικη. Ας μην το κρίνουμε.

Δεύτερον, αν δει κανείς τις μειώσεις εισοδήματος ανά νοικοκυριό, και μιλάμε για τα ίδια νοικοκυριά, δηλαδή το ίδιο νοικοκυριό το 2008 και το 2012, θα δει ότι κατά μέσο όρο -γιατί, όπως είπαμε, έχουμε συντάξεις που μειώθηκαν 45, 50 και 55%, αλλά και συντάξεις που μειώθηκαν σαφώς λιγότερο- η μέση μείωση ήταν περίπου στο 8%-8,5%. Μπορεί να ηχεί λίγο περίεργα αυτό. Κι εγώ εξεπλάγην. Το θέμα όμως δεν είναι οι μέσοι όροι.

Το θέμα είναι ότι πράγματι υπάρχουν συνταξιούχοι οι οποίοι ζουν με πολύ χαμηλά ποσά και αν θέλει κανείς να διαθέτει ένα κοινωνικό κράτος και μια κοινωνική πολιτική, θα πρέπει να δει τι κάνει με το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού, είτε είναι συνταξιούχοι, είτε εργαζόμενοι, είτε της μιας, είτε της άλλης κατηγορίας. Αυτό είναι ένα πρόβλημα οριζόντιο και καθοριστικό.

Επίσης, οι φτωχοί σήμερα δεν είναι ο κόσμος των συνταξιούχων, όπως ίσχυε πριν από την κρίση. Οι φτωχοί είναι τα νοικοκυριά, που έχουν έναν άνεργο, δύο άνεργους, τρεις άνεργους ή είναι όλοι άνεργοι. Τα νοικοκυριά που δεν έχουν εισόδημα και απασχόληση. Επομένως, για τη διαμόρφωση της κοινωνικής πολιτικής, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν περισσότερες πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Όχι μόνο το ένα ή το άλλο κριτήριο».

Καταδεικνύετε επίσης ότι το ελληνικό Δημόσιο μέσα στην κρίση, την ώρα που μείωνε τις δαπάνες για τους μισθούς, αύξανε τις δαπάνες για τις συντάξεις, λόγω του κύματος των εσπευσμένων συνταξιοδοτήσεων. Μετριάστηκε έτσι συν τοις άλλοις και το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα.

«Καταρχήν, να διευκρινίσουμε ότι πρόκειται για αύξηση των συνολικών δαπανών για συντάξεις. Όχι δηλαδή σε επίπεδο ατόμων, αφού σε επίπεδο ατόμων μειώθηκαν οι συντάξεις. Όμως, αυτό που έγινε είναι ότι ένας πάρα πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων πέρασε στη σύνταξη μέσα σε πολύ λίγα χρόνια. Εξ ου και η αύξηση της συνολικής δαπάνης.

Μεταξύ 2008 και 2012 έχουμε 400.000 νέους συνταξιούχους. Διαβάζει κανείς από εσάς και τον Τύπο γενικότερα ότι εκκρεμούν 300.000 αιτήσεις για συντάξεις, προφανώς διότι δεν υπάρχουν λεφτά και τις καθυστερούν. Άρα, έχουμε 700.000, όταν γνωρίζουμε ότι και από το 2012 έως το 2015 πρέπει να έχουν προστεθεί άλλες 150.000. Μιλάμε δηλαδή για έναν συνολικό αριθμό 850.000 νέες συντάξεις μέσα στη φάση της κρίσης.

Είναι λογικό άνθρωποι στην ηλικία των 48, 52 και 54 ετών να βγαίνουν και να παίρνουν κύρια και επικουρική και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλη σύνταξη, τη στιγμή που άλλοι άνθρωποι είναι άνεργοι; Τη στιγμή που άλλοι βρίσκονται σε καθεστώς μερικής εργασίας και πληρώνονται 400 ευρώ με το ζόρι; Τη στιγμή που έχουν διαλυθεί οι εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις;

Αυτά πρέπει να τα σταθμίσει κανείς. Προφανώς, είναι και θέμα υποκειμενικό. Προσωπικά θεωρώ ότι στη σημερινή κατάσταση δεν μπορούν να συνεχίσουν να ισχύουν ρυθμίσεις που ίσχυαν στη 10ετία του ‘70 και του ‘80. Ρυθμίσεις που μπορεί να είχαν μια λογική τότε, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσουν να ισχύουν. Διότι κάνουν πάρα πολύ κακό στους άλλους εργαζόμενους, στους άλλους ασφαλισμένους, στη χώρα την ίδια, στο σύστημα το ίδιο.

Καταντήσαμε να έχουμε ένα μη βιώσιμο σύστημα εν ονόματι μιας αλληλεγγύης, πράγματι. Αλλά είναι βραχυπρόθεσμη αλληλεγγύη, τη στιγμή που η βαθύτερη αλληλεγγύη κλονίζει όλο το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης».

Είστε σε θέση να εκτιμήσετε αν και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα σήμερα, εφόσον είχαν εφαρμοστεί τα μέτρα που προτείνατε ως υπουργός Εργασίας το 2001;

«Τώρα, ξέρετε, με ρωτάτε “αν η κερκόπορτα στην Κωνσταντινούπολη είχε μείνει κλειστή, τι θα γινόταν;” (σ.σ.: γέλια). Θα σας πω σε χοντρικές γραμμές. Ας πούμε ότι το 2001 είχε γίνει η μεταρρύθμιση. Δύο πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει. Είτε θα έμενε η μεταρρύθμιση ως είχε, είτε θα είχαν έρθει διάφορες κυβερνήσεις και θα την είχαν αποδυναμώσει.

Στην πρώτη εκδοχή, το ασφαλιστικό σύστημα θα ήταν σίγουρα σε καλύτερη κατάσταση. Δεν λέω ότι δεν θα είχαμε κρίση και προβλήματα. Αλλά σίγουρα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση.

Στη δεύτερη εκδοχή, αν δηλαδή οι διαδοχικές κυβερνήσεις καταργούσαν, ακύρωναν, τροποποιούσαν ή επιβάρυναν με άλλες διατάξεις το σύστημα, τότε δεν γνωρίζω σε τι κατάσταση θα ήμασταν. Διότι αυτή η κατάσταση δεν θα είχε πλέον να κάνει με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, αλλά με το τι ακολούθησε.

Υπάρχει κάτι ακόμη. Όπως είπαμε, το ασφαλιστικό σύστημα επιβάρυνε πάρα πολύ τα μακροοικονομικά μεγέθη. Θα μπορούσα λοιπόν να φανταστώ ένα σενάριο κατά το οποίο, ιδεατά, οι κυβερνήσεις δεν θα πείραζαν μεν μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, είτε αυτή ήταν του 2001, είτε του 2004, δεν έχει σημασία, αλλά θα έλεγαν “α, ωραία, έγινε αυτή η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μας μειώνει το δημοσιονομικό κόστος, είναι πολύ καλύτερο, άρα εγώ ως κυβέρνηση μπορώ να αξιοποιήσω αυτήν τη βελτίωση για να δώσω παροχές, να προβώ σε σπατάλες ή να κάνω οτιδήποτε για να εξυπηρετήσω άλλους πολιτικούς σκοπούς”.

Άρα, και πάλι τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα έφταναν εκεί που θα ήταν και στην περίπτωση που το ασφαλιστικό δεν θα είχε μεταρρυθμιστεί. Το ασφαλιστικό θα ήταν καλύτερο. Δεν θα είχε λάβει τον έντονο καταστροφικό χαρακτήρα που έλαβε το 2009 και μετά. Αλλά τα δημοσιονομικά μεγέθη πιθανότατα να ήταν στην ίδια ή παρεμφερή άσχημη κατάσταση. Κι έτσι όμως, θα είχε μεγάλη σημασία να ήταν το ασφαλιστικό σύστημα σε καλύτερη κατάσταση, διότι θα μας προφύλασσε από το να λάβουμε όλα αυτά τα δυσμενή μέτρα, σε επίπεδο συστήματος, που έπληξαν τους συνταξιούχους κ.ο.κ.

Είναι όμως κι άλλες παράμετροι. Υπάρχει τόσος κόσμος που δεν πληρώνει τις ασφαλιστικές εισφορές ή που μπαίνει στο ασφαλιστικό σύστημα χωρίς να πληροί τις σωστές προϋποθέσεις ώστε να διεκδικήσει δωρεάν εισόδημα. Αυτά είναι πολύ σοβαρά και δεν τα συζητάμε καθόλου».

*Τις ημέρες αυτές κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» το νέο βιβλίο του κ. Γιαννίτση με θέμα «Το ασφαλιστικό και η κρίση».