Skip to main content

Η μετάβαση από τον δανεισμό των μνημονίων στον δανεισμό των αγορών

Του Θανάση Ζεκεντέ*
*Μέλος της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος

Η Ελλάδα την περίοδο 2010-18 δεν μπορούσε να δανειστεί σε χαμηλά επιτόκια από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Περιορίστηκε σε ελάχιστες εκδόσεις ομολόγων μικρής διάρκειας, καθώς επίσης και στην έκδοση εντόκων γραμματίων. Η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης ήταν μονόδρομος για να μπορέσει να καλύψει τα ελλείμματα των πρώτων ετών και την αποπληρωμή των προηγούμενων δανειακών υποχρεώσεων. Με τον τρόπο αυτό αφενός η χώρα μπόρεσε να ανταποκριθεί στις πληρωμές της (καταβολή μισθών, συντάξεων κοκ) και να αποπληρώσει ομαλά τις δανειακές της υποχρεώσεις (με εξαίρεση την περίοδο του 2015). Το τίμημα του σχετικά φθηνού δανεισμού σε σχέση με τις αγορές ήταν η υπογραφή 3 Μνημονίων με αυστηρά μέτρα και υποχρέωση υλοποίησης συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων.

Οι μνημονιακές συμβάσεις είχαν σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα υπήρξαν κι από την ελληνική πλευρά πολλές παλινδρομήσεις με πιο επώδυνη αυτή του 2015 που οδήγησε στο 3ο Μνημόνιο και σε Capital Control των τραπεζικών συναλλαγών. Πρακτικά, οι ευθύνες για την πολυετή παραμονή της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης ανήκουν τόσο στην Τρόικα, η οποία δεν προέβλεψε κανένα ουσιαστικό αναπτυξιακό μέτρο μέσα στο μίγμα πολιτικής που πρότεινε, όσο και στη διχόνοια και ασυνεννοησία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο απέτυχε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το οικονομικό πρόβλημα της χώρας και αναλώθηκε στον καταλογισμό ευθυνών για το παρελθόν, χωρίς προτάσεις για το παρόν και πλάνο για το μέλλον. Για περίπου 8 χρόνια το μοναδικό πλάνο των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν τα Μνημόνια που επέβαλε η Τρόικα.

Στις 21 Αυγούστου ολοκληρώνεται το 3ο Μνημόνιο. Η χώρα παύει να έχει δεσμευτικές υποχρεώσεις έναντι των εταίρων της, αλλά ταυτόχρονα παύει να έχει ασφαλή χρηματοδότηση με εξασφαλισμένα χαμηλά επιτόκια. Η Ελλάδα βγαίνει στις αγορές με δημοσιονομικό πλεόνασμα, μικρό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πληρωμών, ανακεφαλαιοποιημένες και βιώσιμες τις τράπεζες της, αλλά και με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (και το μοναδικό που κατέγραψε αύξηση σε σχέση με το 2017 από τα μέλη κράτη της Ε.Ε.). Το ύψος του δημοσίου χρέους, το οποίο έχει ξεπεράσει το 180% του ΑΕΠ της χώρας (το υψηλότερο σε σχέση με όλα τα προηγούμενα έτη) δεν αφήνει περιθώρια για πανηγυρισμούς ή αισιοδοξία. Από τα 344 δις του δημόσιου χρέους τα 238 δις προέρχονται από το μηχανισμό στήριξης, τα 53 δις από ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα 23 δις από repos, τα 14 δις από έντοκα γραμμάτια και τα 16 δις από άλλα δάνεια (στοιχεία 1ου τριμήνου 2018). Οι αποπληρωμές των δανείων της χώρας έχουν μετακυληθεί στο μέλλον: ως το 2024 στο Δ.Ν.Τ., ως το 2041 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης, ως το 2056 στον Ευρωπαϊκό Χρηματοπιστωτικό Ταμείο Σταθερότητας (EFSF), ως το 2060 στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) κοκ. Το 2019 είναι μια σχετικά δύσκολη χρονιά λήξεων δανειακών υποχρεώσεων της χώρας, αλλά το 2020 και το 2021 είναι έτη με χαμηλές ανάγκες εξυπηρέτησης λήξεων δανείων.

Η ελληνική κυβέρνηση ή όσοι φιλοδοξούν να την αντικαταστήσουν οφείλουν, έναντι των θυσιών του ελληνικού λαού, να λειτουργήσουν με δημοσιονομική πειθαρχία και εφαρμογή πολιτικών που θα τονώσουν το Α.Ε.Π. της χώρας. Σε κάθε δημοσιονομική απόκλιση οι αγορές θα είναι αμείλικτες με τη χώρας μας. Σήμερα το 10ετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου διαπραγματεύεται με επιτόκιο της τάξης του 4%, δηλαδή πολύ πιο πάνω από κάθε άλλη Ευρωπαϊκή χωρά με ευρώ και λίγο πιο κάτω από το επιτόκιο του 2010, οπότε η χώρα κατέφυγε στο μηχανισμό διάσωσης. Για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση καταφεύγει κυρίως σε έντοκα γραμμάτια 3μηνης διάρκειας με ποσοστό κάτω του 1%. Τα επιτόκια που η χώρα δανείστηκε από τον EFSF & τον ESM είναι της τάξης του 1%. Είναι προφανές πως η χώρα χρειάζεται να επιτύχει επιτόκια από έκδοση ομολόγων που δεν θα ξεπερνούν το 2%-3% για να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα η έξοδος της στις αγορές. Το σημερινό επιτόκιο του 4% στο 10ετές ομόλογο της δεν συνιστά καθαρή έξοδο στις αγορές. Η εξυπηρέτηση των τόκων θα πρέπει τα επόμενα έτη να γίνει από τα πρωτογενή πλεονάσματα. Όσο υψηλότερα τα επιτόκια δανεισμού, τόσο υψηλότερα θα πρέπει να είναι να τα πρωτογενή πλεονάσματα.

Παράλληλα, η αύξηση του Α.Ε.Π. της χώρας είναι μονόδρομος για να μειωθεί το ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το Α.Ε.Π.. Όσο υψηλότερος ο ρυθμός αύξησης του Α.Ε.Π. τόσο γρηγορότερη η αποκλιμάκωση του χρέους, δεδομένου ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα καλύπτουν τους τόκους εξυπηρέτησης του χρέους και δεν θα αυξάνει περαιτέρω η απόλυτη τιμή του χρεούς. Για να επιτευχθεί η αύξηση του Α.Ε.Π. της χώρας είναι επιβεβλημένη η υιοθέτηση μέτρων και πολιτικών που θα ενισχύσουν την επιχειρηματικότητα και την παραγωγή, ώστε η χώρα να επιστρέψει στην κανονικότητα και να αποφύγει την πιθανότητα επιστροφής στην επιτήρηση.

Η μετάβαση από το δανεισμό των μνημονίων στο δανεισμό των αγορών δεν θα είναι μια εύκολη ή ασφαλής διαδικασία. Θα απαιτηθεί μεγάλη πολιτική σοβαρότητα και σταθερότητα προκειμένου η χώρα να μπορέσει να ανταποκριθεί στους κινδύνους που συνεπάγεται η έξοδος στις αγορές. Οι πανηγυρισμοί που σήμερα γίνονται έχουν ως μόνο σκοπό την επικοινωνιακή προβολή της κυβέρνησης και σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με τους προβλεπόμενους και απρόβλεπτους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα.