Από την έντυπη έκδοση
Tου Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Αναμενόμενο, η πρωτοβουλία της κυβέρνησης/του πρωθυπουργού -και μάλιστα εντελώς στο ξεκίνημα της θητείας- να αναδειχθεί, σε προοπτική 2021, ο σταθμός των 200 χρόνων από το ξεκίνημα της σύγχρονης Ελλάδας προς μιαν ανεξάρτητη (ό,τι κι αν σημαίνει το επίθετο…) πορεία, κίνησε έναν μικρό ανεμοστρόβιλο αντιδράσεων. Κάποιων θετικών, κάποιων αρνητικών, κάποιων ενθουσιωδών, κάποιων επιφυλακτικών. Η δε ανάθεση στη Γιάννα Αγγελοπούλου της οργανωτικής ευθύνης της όλης διαδικασίας συλλογικής αναζήτησης του τι σήμανε η πορεία αυτή των 200 χρόνων, πώς αποκρυπτογραφούνται γεγονότα και συνέπειες, πώς διαβάζονται και -το κυριότερο!- πώς συνδέονται με το σήμερα και πώς οδηγούν σε ένα καλύτερο αύριο, προσέθεσε σ’ αυτό που ονοματίσαμε ανεμοστρόβιλο.
Κι αυτό αναμενόμενο: η μνήμη του 2004 και του πώς βιώθηκε πριν από 15 χρόνια αποδεικνύεται ότι δεν έχει σβήσει. Όσο κι αν οι δύο εμπειρίες δεν έχουν/δεν θα ‘πρεπε να θεωρηθεί ότι έχουν/δεν μπορεί να έχουν συσχετισμό. Τότε ήταν ένα -μεγάλο, όντως, διεθνές, ασφαλώς, με άνοιγμα προς τα έξω κόσμο και με «ανάγνωση» της Ελλάδας- προσδιορισμένο γεγονός. Τώρα πρόκειται για μια συνάντηση με την Ιστορία, των γενεών που πέρασαν με εκείνες που έρχονται. Να το πούμε και αλλιώς: πρόκειται για μια αναζήτηση απάντησης στο «πώς και άντεξε αυτήν την ταραγμένη, ανηφορική πορεία ο Έλληνας;». Πράγμα που δίνει και μια βάση στην άλλη αναζήτηση, του «ποιοι είμαστε;». Θα δανειστούμε τη διατύπωση από τον Λευτέρη Κουσούλη -θαρρούμε στο ΒΗΜΑ- «Κάθε εορτασμός απομακρύνει και αφαιρεί. Μεταθέτει την προσοχή. Ο αντι-εορτασμός οδηγεί στην αυτογνωσία. Και ζητούμενο σήμερα είναι η αυτογνωσία».
Το θέμα ξεφεύγει από τα όρια αυτής της στήλης. Άλλωστε στη μία βδομάδα από την ανακοίνωση, θα ‘λεγε κανείς ότι ειπώθηκαν τα πάντα. Απ’ όλους. Mε κάθε οπτική γωνία. Με πολύ μπρίο και ακόμη μεγαλύτερη σχηματικότητα, πολλές φορές. Θα (αυτο)περιορισθούμε, εδώ, σε κάτι που σαν να αποτελεί δεύτερη σκέψη η διστακτική προβολή στο μέλλον αυτής της συζήτησης. Με «μαρκετίστικο» τρόπο αναφέρθηκε ως προοπτική rebranding της Ελλάδας απέναντι στον έξω κόσμο – ζούμε ούτως ή άλλως στην εποχή του μάρκετινγκ, χώρες σαν τη Γαλλία ή την (άλλοτε Μεγάλη) Βρετανία δεν διστάζουν να το οργανώνουν για τον εαυτό τους. Την είδαμε, πιο σοβαρά/προσγειωμένα, να αναφέρεται και σαν ευκαιρία νέας εκκίνησης, εξωστρέφειας με αυτοπεποίθηση. (Αν δεν φοβόμασταν τη μεγαλαυχία, θα την αναγνωρίζαμε ως διεκδίκηση του μέλλοντος.)
Όμως… αυτές είναι/ακούγονται οικονομικές κατηγορίες. Μαντεύουμε την αντίρρηση. «Και ποιος στέκεται σε οικονομικές προσεγγίσεις όταν πάει να συνομιλήσει με την Ιστορία;». Εδώ ακριβώς να ακουμπήσουμε ένα λιθαράκι στη συζήτηση. Ο καθένας/η καθεμιά προσέγγιση στο Εικοσιένα επιλέγει την κυρίαρχη προσέγγισή του: άλλος θα σταθεί στην ηρωική εξεγερτικότητα ενός λαού, άλλος στο αρματολίκι, άλλος θα θυμίσει τον κοτζαμπασισμό, ο παραπέρα θα σταθεί στο Ναυαρίνο και τους τρεις ναυάρχους, ή πάλι στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830). Όμως… μην ξεχάσουμε ότι οι Φιλικοί, οι άνθρωποι της Φιλικής Εταιρείας, έμποροι ήταν. Ότι και οι καπεταναίοι των νησιών, αλλά και τα τσούρμα, κινούνταν στον ρυθμό του μεσογειακού εμπορίου (και των αναταραχών του). Παραπέρα, το μη εισέτι συνεστημένο Ελληνικό Κράτος πρόκανε και συνήψε τα Δάνεια του Αγώνα, «γνώρισε» το Λονδίνο, ξεκίνησε το γαϊτανάκι των χρεοκοπιών. Ενώ και η Εθνική Τράπεζα, του (Ελβετού) Εϋνάρδου, παράλληλα με την εκκίνηση του κρατικού μορφώματος προέκυψε. Όλα, σε μια απόπειρα ένταξης στη διεθνή οικονομία της εποχής.
Επειδή όμως τα 200 χρόνια δεν είναι μόνο εκκίνηση, είναι και διαδρομή, ας θυμηθεί κάποιος ότι τα 100 χρόνια -που… πώς να εορτασθούν!, ευκολότερο ήταν το 1930- συνέπιπταν με μια κορύφωση ένταξης της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή, με πόσο τραυματικό τρόπο. Αλλά και με πόση αναζήτηση ενσωμάτωσης μέσα από την πρώτη βιομηχανική παρουσία.
Όποιος διερωτηθεί για τα 50 χρόνια, η χρονιά της Κομμούνας στο Παρίσι (1871) στην Ελλάδα καθρεφτίζεται με τη διανομή των εθνικών γαιών -κληρονομιά της Επανάστασης, με μεγάλη απόσταση…- αλλά και μια πρώτη έκρηξη του σταφιδικού, που σε δύο δεκαετίες έφερε μιαν ακόμη χρεοκοπία. Όσο για τα 150 χρόνια, επειδή «γιορτάστηκαν» με απλοϊκές όσο και στρεβλωτικές της Ιστορίας φιέστες, ας τα αφήσουμε πίσω! Βέβαια ήδη οι δεκαετίες αν μην της μεταπολεμικής/μετά τον Γ. Καρτάλη-Σπ. Μαρκεζίνη οικονομικής ακμής τότε τερματίζονταν.
Αυτός, λοιπόν, ο αντι-εορτασμός των 200 χρόνων ως αναζήτηση αυτογνωσίας των Ελλήνων μετά τα χρόνια μιας άσχημης κρίσης, γνήσια προσφορά θα αφήσει αν στρέψει τα μάτια στο μέλλον. Σε μια καλύτερη/σωστότερη ένταξη στο διεθνές σύστημα.