Skip to main content

Τα τρία «όχι» του Ταγίπ Ερντογάν

Από την έντυπη έκδοση

Της Νατάσας Στασινού
[email protected]  

Την ώρα που η τουρκική αντιπροσωπεία επέστρεφε με «άδειες βαλίτσες» από την Ουάσιγκτον στην Άγκυρα, η τουρκική λίρα υποχωρούσε σε νέο ιστορικό ναδίρ έναντι του δολαρίου, κοντά στο 5,44, έχοντας χάσει το 30% της αξίας της από τις αρχές του έτους.

Οι τραπεζικές μετοχές δέχονταν σφυροκόπημα και το κόστος δανεισμού της χώρας στις αγορές αυξανόταν κι άλλο.

Το επίμονο «όχι» του Ταγίπ Ερντογάν στην έκδοση του Αμερικανού πάστορα, Άντριου Μπράνσον, και εν γένει η άρνησή του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον στοιχίζουν.

Δεν άρχισε όμως από τις αμερικανικές κυρώσεις η κατρακύλα του τουρκικού ενεργητικού. Είχε προηγηθεί το «όχι» του σουλτάνου στην οικονομική λογική, που λέει ότι τα επιτόκια πρέπει να αυξηθούν άμεσα και δυναμικά και το μίγμα πολιτικής να αλλάξει, για να τεθεί υπό έλεγχο ένας πληθωρισμός που σκαρφαλώνει στο 16% και ένα ιδιωτικό χρέος (σε δολάριο) που φουσκώνει επικίνδυνα.

Το βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον και οι υψηλές «θερμοκρασίες» στις σχέσεις με την κεντρική τράπεζα, την ανεξαρτησία της οποίας επιχειρεί να υπονομεύσει, ανησυχούν ολοένα και περισσότερο τους επενδυτές, που δεν βλέπουν άλλο δρόμο εξόδου από την κρίση από εκείνον που οδηγεί στην αγκαλιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Και εκεί είναι που έρχεται -προς το παρόν τουλάχιστον- το τρίτο μεγάλο «όχι» του Τούρκου προέδρου.

Τα σενάρια για αίτημα βοήθειας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φούντωσαν τα τελευταία 24ωρα και ανάγκασαν τον οργανισμό να προβεί σε δημόσια διάψευση.

Δεν είναι όμως αυτή που απομακρύνει το σενάριο, αλλά η πεποίθηση του Ερντογάν ότι το Ταμείο αποτελεί απειλή και όχι δίχτυ ασφαλείας.

Θα δυσκολευθεί πολύ να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του την ανάγκη να ζητήσει οικονομική στήριξη από έναν οργανισμό που έχει δαιμονοποιήσει.

Η Τουρκία δεν είναι βεβαίως ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία χώρα που θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Με τον Ερντογάν, όμως, να έχει αφήσει την οικονομία να πλησιάσει στο χείλος του γκρεμού, αυτό το «όχι» θα μπορούσε να είναι εκείνο που θα την οδηγήσει σε ελεύθερη πτώση.