Skip to main content

Η ειδική αγωγή στην εντατική

Του Ανδρέα Μήλιου,
διδάκτορας του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, οικονομολόγος. Διετέλεσε Εθνικός Εμπειρογνώμονας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Η απελθούσα κυβέρνηση άφησε στο χώρο υγείας μια χαίνουσα πληγή που πρέπει επειγόντως να κλείσει η σημερινή κυβέρνηση. Η πληγή αφορά την αποζημίωση, από τον ΕΟΠΥΥ, των θεραπειών ειδικής αγωγής (λογοθεραπείες, εργοθεραπείες, κ.α.) και την αγορά γυαλιών οράσεως. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2018 που εκδόθηκε ο νέος Κανονισμός Παροχών του ΕΟΠΥΥ, οι ασφαλισμένοι (στην πλειοψηφία τους παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες) πραγματοποιούσαν τις αναφερθείσες θεραπείες σε κάποιον ιδιώτη ειδικό, κατέβαλαν το ποσό και στη συνέχεια υπέβαλαν αίτημα επιστροφής της δαπάνης στον ΕΟΠΥΥ για να εισπράξουν το προβλεπόμενο ποσό με καθυστέρηση αρκετών μηνών.

Με τον νέο Κανονισμό Παροχών η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας μετέφερε την υποχρέωση της κατάθεσης και αποζημίωσης του κόστους των θεραπειών στους παρόχους των υπηρεσιών ειδικής αγωγής, οι οποίοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταθέτουν κάθε τέλος του μήνα στον ΕΟΠΥΥ τα συνολικά αιτήματα των ασφαλισμένων που εξυπηρέτησαν.

Από στρατηγική άποψη το μέτρο είναι σωστό, διότι αφενός απαλλάσσει τους ασφαλισμένους από το άχθος της μηνιαίας αναζήτησης όχι ευκαταφρόνητων ποσών, που ανέρχονται, ανάλογα με την πάθηση, στα 220 έως 420 ευρώ, αφετέρου θέτει φραγμό στην προκλητή ζήτηση που δημιουργούν οι πάροχοι των υπηρεσιών αυτών σε συνεργασία, πολλές φορές, με την σιωπηλή ανοχή των ασφαλισμένων. ¨Όμως, ο στρατηγικός χαρακτήρας του μέτρου ακυρώθηκε από το γεγονός ότι η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας δεν εξασφάλισε, πριν από τη θέση σε ισχύ του νέου Κανονισμού Παροχών, την συγκατάθεση των παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών, οι οποίοι αρνούνται μέχρι και σήμερα να συμβληθούν με τον ΕΟΠΥΥ. Αποτέλεσμα της αρνητικής στάσης των παρόχων ήταν να πληρώνουν οι ασφαλισμένοι από τη τσέπη τους τις σχετικές δαπάνες και να μην μπορούν να τις εισπράξουν από τον ΕΟΠΥΥ, διότι ο νόμος προέβλεπε την κατάθεση των δαπανών από τους παρόχους!

Οι καταγγελίες των ασφαλισμένων έφθασαν μέχρι τον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος παρενέβη και ζήτησε από την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας να δοθεί παράταση στην ισχύ της πρότερης διαδικασίας, μέχρι να υπογραφούν οι απαραίτητες συμβάσεις με τους παρόχους. Μετά από την όχληση αυτή, η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας έδωσε έκτοτε τρεις αλλεπάλληλες παρατάσεις στην παλιά διαδικασία αποζημίωσης των δαπανών, αρχικά μέχρι την 31-12-2018, στη συνέχεια μέχρι την 30-06-2019 και τέλος με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, λίγο πριν από τις εκλογές, μέχρι την 30-09-2019.

Η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας θα πρέπει να δράσει άμεσα και να διευθετήσει οριστικά το θέμα απεγκλωβίζοντας τους έχοντες ανάγκη ειδικής αγωγής από το φαύλο κύκλο των προσωρινών παρατάσεων. Η ορθή λύση είναι να μην έχουν οι ασφαλισμένοι καμία ανάμειξη στα αιτήματα επιστροφής των εν λόγω δαπανών. Σε καμία προηγμένη χώρα δεν συμβαίνει αυτό, γιατί απλά πρόκειται για προσομοίωση ανατολίτικου παζαριού. Τα ασφαλιστικά ταμεία και οι Οργανισμοί αγοράς υπηρεσιών υγείας είναι αυτοί που αγοράζουν τις υπηρεσίες υγείας από τους παρόχους για λογαριασμό των ασφαλισμένων τους. Το ίδιο πρέπει να συμβεί και εδώ με τους παρόχους ειδικής αγωγής και οπτικών ειδών, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους τους παρόχους όλων των άλλων ιατροτεχνολογικών ειδών.

Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε δημοκρατική πρακτική. Όμως, πρέπει να προηγηθεί υπεύθυνος διάλογος μεταξύ ΕΟΠΥΥ και παρόχων και να καθορισθούν επακριβώς οι όροι της σύμβασης. Εάν ο ΕΟΠΥΥ δεν δεσμευθεί ότι θα αποπληρώνει τις υποχρεώσεις προς τους παρόχους του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, είναι φυσικό ότι θα βρει κλειστές πόρτες. Διότι κανείς επιχειρηματίας δεν είναι διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει ένα αναξιόπιστο κράτος, το οποίο όχι μόνο τον υπερφορολογεί αλλά καταβάλλει τις υποχρεώσεις του με καθυστέρηση μηνών ή ετών. Είναι καιρός να αρχίσουν να μπαίνουν στη θέση τους τα πετραδάκια του παζλ, το οποίο θα παραπέμπει σε ένα σύγχρονο κράτος. Είναι αποκλειστική ευθύνη του κράτους να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και πρώτιστη υποχρέωση του δημοκρατικού πολιτεύματος να προστατεύει τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.