του Άκη Γεωργακέλλου*
Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου σε επίπεδο πολιτικού λόγου ήταν ουσιαστικά μονοθεματικές: τα πάντα κινήθηκαν γύρω από το μνημόνιο, την αντιμετώπιση της κρίσης και την περαιτέρω διαχείριση των σχέσεων με τους δανειστές. Η αντιπαράθεση για αυτά έγινε πάνω σε ένα υπόβαθρο συναισθημάτων και αντίρροπων αντιλήψεων που υπήρχαν στην κοινωνία: απογοήτευση από την κατάσταση, θυμός για τους θεωρούμενους ως υπαίτιους, αναζήτηση ελπίδας για το μέλλον, αλλά και προτίμηση προς δοκιμασμένες λύσεις, φόβος για τις πιο αβέβαιες επιλογές. Έτσι, είχαμε μια εκλογική αναμέτρηση σαφή ως προς τις διαφορετικές τάσεις στο εκλογικό σώμα αλλά θολή ως προς τον πολιτικό λόγο των κομμάτων που προσπάθησαν κυρίως να διαχειριστούν σύμβολα και να επενδύσουν σε συναισθήματα.
Ένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν διαμορφώνεται μόνο κατά την προεκλογική περίοδο – όλο τo προηγούμενο διάστημα τα κόμματα δημιούργησαν με την πολιτική τους κρίσιμο θετικό και αρνητικό πολιτικό φορτίο. Όμως, αυτές οι 4 εβδομάδες ήταν καθοριστικές για να οριστικοποιηθεί το αποτέλεσμα και να λάβει την τελική μορφή του. Ας δούμε πώς.
Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να εμφανίζεται ικανοποιημένη που σε μεγάλο βαθμό συγκράτησε τις δυνάμεις της, παρά τις μη δημοφιλείς (σωστές ή λανθασμένες) κυβερνητικές αποφάσεις που είχαν αυτονόητο πολιτικό κόστος, όμως δεν μπόρεσε ούτε να αναπτύξει περαιτέρω δυναμική ούτε να ανακόψει τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ (ή έστω του Ποταμιού ή/και των κομμάτων στα δεξιά της). Με τη στάση της ήδη από την επομένη των Ευρωεκλογών – που σηματοδοτήθηκε από επιλογές στον ανασχηματισμό, αλλά και από τη ρητορική της- δημιούργησε την εντύπωση ότι θεωρούσε τους πιο μετριοπαθείς και «φιλο-ευρωπαϊστές» ψηφοφόρους του ακροατηρίου της περίπου δεδομένους. Αυτό δεν επιβεβαιώθηκε στην κάλπη, καθώς σε όλο αυτό το διάστημα και ιδίως στην προεκλογική περίοδο, δεν κατάφερε να διαμορφώσει πειστικά μηνύματα – ούτε θετικά για την ίδια ούτε αρνητικά για τον αντίπαλό της- και να τα επικοινωνήσει αποτελεσματικά προς αυτούς. Ομοίως δεν δικαιώθηκε η απόπειρα να προσελκύσει ψηφοφόρους «από τα δεξιά της».
Γενικότερα, η εκλογική εκστρατεία της ΝΔ θεωρητικά θα έπρεπε να στοχεύει στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους και τους ψηφοφόρους των άλλων κομμάτων που τη θεωρούσαν ασφαλέστερη και πιο «ευρωπαϊκή» επιλογή, στην πράξη όμως δεν είχε ξεκάθαρη στρατηγική στόχευση. Από την απόφαση για επίσπευση της εκλογής ΠτΔ έως την υλοποίηση της καμπάνιας της, η ΝΔ έστελνε αντιφατικά και αποσπασματικά μηνύματα. Κατηγορείται ότι υπερεπένδυσε στο «φόβο», η αλήθεια όμως είναι ότι και αυτό δεν το έπραξε αποτελεσματικά, αλλά χωρίς ισορροπία. Θέλησε να κτίσει την καμπάνια της γύρω από το πρόσωπο του κ.Σαμαρά, αλλά πέρα από τα (φλύαρα) διαφημιστικά σποτ δεν είχε έντονη τηλεοπτική παρουσία, με αποκορύφωμα ότι για πρώτη φορά ο δεύτερος στις δημοσκοπήσεις απέφυγε το debate με τον πρώτο. Και βέβαια, η ΝΔ επέτρεψε με τη στάση της η προεκλογική αντιπαράθεση να είναι αποκλειστικά μονοθεματική, παρόλο που αυτό ολοφάνερα δεν την ευνοούσε. Με όλα αυτά, είδε την ψαλίδα της διαφοράς να ανοίγει στο φίνις και όχι να κλείνει.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την προεκλογική περίοδο έμεινε σε ασφαλή επικοινωνιακά μονοπάτια και απέφυγε σε κεντρικό επίπεδο το οποιοδήποτε λάθος που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το προβάδισμά του. Βέβαια, δεν το μετέτρεψε και σε ακόμα μεγαλύτερη πλειοψηφία που θα του εξασφάλιζε αυτοδυναμία.
Στόχευσε σε όσους είχαν κουραστεί από τον «παλιό δικομματισμό» και κυρίως σε όσους θεωρούσαν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και αποζητούσαν κυβερνητική αλλαγή. Γι’αυτό ακριβώς και σε σχέση με τις ευρωεκλογές δεν προέβαλε πλέον την «αριστερά» αλλά την «ελπίδα». Σε αυτή τη βάση οικοδόμησε μια συνεκτική καμπάνια με αρχή, μέση και τέλος. Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να λειάνει αρκετές θέσεις του σε σχέση με τους χειρισμούς του εφόσον γίνει κυβέρνηση. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε στην προεκλογική του διαδρομή ήταν οι δηλώσεις στελεχών και υποψηφίων που παρέκκλιναν από την πρόσφατη κεντρική γραμμή του κόμματος.
Αν υπάρχει ένα κόμμα το οποίο αξιοποίησε πλήρως την προεκλογική περίοδο και έφτασε στο εκλογικό του «ταβάνι», αυτό ήταν σίγουρα οι ΑΝΕΛ. Η καμπάνια τους αποδείχτηκε η πιο επιτυχής αυτών των εκλογών, διότι ήταν απολύτως στοχευμένη προς το κοινό στο οποίο απευθύνθηκαν, τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και αισθητικής. Βοήθησε το κόμμα να αποκτήσει ξανά στίγμα, μίλησε καθαρά στους ψηφοφόρους τους οποίους διεκδικούσε και τους έδωσε λόγο να ψηφίσουν ΑΝΕΛ. Δηλαδή έστειλε το σωστό μήνυμα, στο σωστό κοινό, με το σωστό τρόπο. Έτσι, όχι μόνο δεν συνθλίφθηκαν ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα, όπως φαινόταν πριν την προκήρυξη των εκλογών, αλλά μπήκαν με άνεση στη Βουλή και έγιναν ρυθμιστής των εξελίξεων και κυβερνητικός εταίρος.
Το ότι η κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έκανε, όπως φαίνεται, εντύπωση στο εξωτερικό, σημαίνει ότι μάλλον δεν είχαν γίνει αντιληπτές οι πολιτικές μετατοπίσεις που έχουν συμβεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Ο άξονας μνημόνιο-αντιμνημόνιο αποδεικνύεται ότι έως τώρα παραμένει κυρίαρχος. Διασταυρώνεται με τον παραδοσιακό άξονα Αριστερά-Δεξιά, αλλά στην παρούσα φάση είναι πιο ισχυρός. Η πολιτική της νέας κυβέρνησης θα καθορίσει σε ποιο βαθμό αυτό θα συμβαίνει και στο μέλλον.
Τι γίνεται, λοιπόν, από εδώ κι εμπρός; Είναι προφανές ότι, όσον αφορά στο δίπολο του «νέου δικομματισμού», η πρωτοβουλία ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ. Το καθοριστικό για τον κ.Τσίπρα θα είναι φυσικά το αν θα επιτύχει νέα συμφωνία με τους δανειστές. Από εκεί και πέρα, καλείται να καταφέρει μια τετραπλή ισορροπία: με τους Ευρωπαίους και τους δανειστές μας, με την ίδια την κοινοβουλευτική του ομάδα, με τον κυβερνητικό του εταίρο αλλά, φυσικά, και με τις κοινωνικές ομάδες που έχουν προσδοκίες από αυτόν. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο, αλλά αν το επιτύχει έστω και σε μερικό βαθμό –ή και αν κάθε φορά που δυσαρεστεί κάποια «ακραία» φωνή στο κόμμα του, καταφέρνει να διευρύνει την απήχησή του στα μετριοπαθέστερα ακροατήρια στην κοινωνία- θα έχει τη δυνατότητα να ηγεμονεύσει πολιτικά. Για άλλη μια φορά το κρισιμότερο όλων θα είναι η διαχείριση της οικονομίας, από την οποία εξαρτάται το σύνολο σχεδόν των εξαγγελιών του. Αν αποτύχει στην οικονομία, ελάχιστη σημασία θα έχουν τα άλλα. Το βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός χρόνος θα είναι πυκνός και ταχύς, καθώς και ότι χρήσιμη η διαχείριση των συμβολισμών αλλά όταν τα προβλήματα είναι μεγάλα και άμεσα τελικά τον κρισιμότερο ρόλο παίζει η ουσία της πολιτικής και όχι η επικοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ θα πρέπει να συνειδητοποιήσει γιατί έχασε και να διαμορφώσει πειστικό πολιτικό λόγο, ώστε αν οι συνθήκες το ευνοήσουν να είναι έτοιμη να διεκδικήσει ξανά την πρωτοκαθεδρία, πριν την ξεπεράσουν οι εξελίξεις.
Και τα δύο κόμματα, πάντως, κινδυνεύουν να βρουν μπροστά τους στην πορεία το γεγονός ότι σε όλη την προηγούμενη περίοδο σκεφτόντουσαν το εκλογικό τους αύριο (τη μέρα των εκλογών) αλλά όχι το μεθαύριο. Έτσι, η μεν ΝΔ και στελέχη της συχνά κατέφυγαν σε ιδιαίτερα δυσοίωνες προβλέψεις που αν δεν επαληθευτούν θα τους καταστήσουν αναδρομικά αναξιόπιστους σε όσους τους πίστεψαν –ενώ, ταυτόχρονα, ενδεχομένως χαμηλώνουν τον πήχυ για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να υποσχεθεί περισσότερα από όσα –πιθανόν- μπορεί να πραγματοποιήσει, αλλά και από όσα μάλλον του αρκούσαν για να επικρατήσει στις εκλογές. Με αυτόν τον τρόπο, η προεκλογική περίοδος των επόμενων εκλογών, όποτε και αν γίνουν, είχε ξεκινήσει ήδη πολύ πριν τις 25 Ιανουαρίου.
*Σύμβουλος επικοινωνίας & στρατηγικής
Διευθύνων εταίρος Stratego