Skip to main content

Εχει εν τέλει ξεκινήσει η διαπραγμάτευση;

Από την έντυπη έκδοση

Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Δεν χρειάζεται να βυθιστεί κανείς στην ορολογία του ΣΥΡΙΖΑ, να διακρίνει δηλαδή τι αποτελεί «διαρκές συνέδριο» (με τους 3.500 + παλιάς σύνθεσης συνέδρους) σε σχέση με το «έκτακτο συνέδριο» (συγκαλούμενο σε νέα βάση), για να συνειδητοποιήσει ότι -μετά την Πολιτική Γραμματεία του κυβερνώντος (σωστά;) κόμματος, με έκκληση Αλέξη Τσίπρα «να περιφρουρήσουμε την ενότητα του κόμματος», και την εξεγερτική εκδήλωση της Αριστερής Πλατφόρμας στον Πανελλήνιο, με ηγετικό Παναγιώτη Λαφαζάνη και σύνθημα «Το όχι δεν ηττήθηκε, συνεχίζουμε»- η σεισμική κίνηση που ξεκίνησε στον ΣΥΡΙΖΑ δεν σταματά εύκολα.

Ηδη η Κεντρική Επιτροπή θα αποφασίσει πώς θα το πάνε (μέχρι και «εσωκομματικό δημοψήφισμα» δεν αποκλείεται) και τούτο τη στιγμή που (υποτίθεται ότι) στην Αθήνα ξεκίνησε η τεχνική -τουλάχιστον- διαπραγμάτευση με την τρόικα, η οποία ήδη έγινε Quadriga / τετραμερής, μετά τη «λύση» Χίλτον αντί Λαγονησίου για την ενδιαίτηση των τετραμεριτών, μετά και την αποδοχή του κινδύνου να μολυνθεί από την παρουσία τους το ΓΛΚ ή η ΤτΕ…

Η αποδοχή, από τον Αλέξη Τσίπρα, της πρόκλησης να κινηθεί προς άμεση εκκαθάριση δείχνει ότι μόνο σιγουρατζίδικη στάση δεν τηρεί ο πρωθυπουργός. Θεωρεί ότι, για τον υπό αναβρασμό ΣΥΡΙΖΑ, η απειλή αιφνίδιων εκλογών θα λειτουργήσει ως διαδικασία πειθάρχησης; Πάντως, και στα έδρανα της αντιπολίτευσης (της αξιωματικής τουλάχιστον) η ίδια απειλή έφερε ήδη «κλείσιμο» των εκκρεμοτήτων. Πώς; Με την κατοχύρωση της προεδρίας Βαγγέλη Μεϊμαράκη μέχρι νεωτέρας.

Ολη όμως αυτή η συζήτηση κινείται στο κενό, καθώς ήδη οι καθυστερήσεις στην εκκίνηση των διαπραγματεύσεων (αλλά και η τάση των «εταίρων» να ωθούν προς νέα σοδειά -τρίτη με το καλό!- προαπαιτούμενων / prior actions) σπρώχνουν προς νέα εκδοχή δανείου-γέφυρα, ανάλογου με τα 7,16 δισ. από τον EFSM μέσα στον Αύγουστο.

Κι αυτά, όμως, είναι «πταίσματα» μπροστά στον ήπιο (;) ίλιγγο που ξεκινά γύρω από το απαιτούμενο από τη γονατισμένη ελληνική οικονομία πρωτογενές πλεόνασμα, που υποτίθεται ότι η μετρίασή του ήταν η μεγάλη έως τώρα διαπραγματευτική επιτυχία της κυβέρνησης. Το τουμπάρισμα της οικονομίας σε δύσκολα υπολογιζόμενη ύφεση δημιουργεί εδώ «φαινόμενο ρουφήχτρα» (maelstrom effect, σύμφωνα με έναν των τροϊκανών).

Στην πρόσφατη αποτίμηση του ΙΟΒΕ σχετικά με το β’ 3μηνο του 2015 ο Νίκος Βέττας είχε παρατηρήσει ότι στην οικονομία έχει επέλθει βαρύς τραυματισμός – βαρύς, αλλά «υπό όρους αναστρέψιμος». Τόσο το κλείσιμο των τραπεζών όσο και η διάρρηξη των σχέσεων της επικοινωνίας με το εξωτερικό έχουν προκαλέσει δύσκολα αναστρέψιμη ζημιά. Οι παγωμένες συναλλαγές βάσει μεσο/μακροπρόθεσμων συμβολαίων, η μείωση έως πλήρης άρση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, η «βίαιη αλλαγή των κανόνων λειτουργίας της οικονομίας» δεν είναι πράγματα που διορθώνονται εύκολα.

Τι σημαίνει, αυτό, σε επίπεδο ΑΕΠ; Οι παρευρισκόμενοι δημοσιογράφοι βασάνισαν τους Βέττα – Τσακανίκα να δώσουν μια πρόγνωση. Με δεδομένη τη στασιμότητα στο α’ 6μηνο, εκείνοι αποτόλμησαν (αντί της περσινής πρόβλεψης για έναν… ονειρικό στόχο +2% έως 3%) να κάνουν λόγο για -2% έως -2,5% στο σύνολο του 2015.

Λίγο πιο ουσιαστική η πρόβλεψη αυτή από εκείνη των Βρυξελλών (για -2% έως – 4%!), που ισοδυναμεί με «μακάρι να ‘ξερα». Δίστασαν να μιλήσουν για τις προοπτικές απασχόλησης / ανεργίας – πράγμα κατανοητό, με την τροπή που έχουν λάβει οι εργασιακές σχέσεις στην πράξη (υποχρεωτικές άδειες, «πάγωμα» και ημιαπασχόληση). Μίλησαν δε για ανακοπή -μετά από δυόμισι χρόνια- του αποπληθωρισμού, εν μέρει λόγω και της αύξησης του ΦΠΑ από το νέο πρόγραμμα.

Ξαναδείτε τώρα την εικόνα: Σας αφήνει να θεωρήσετε λογική τη συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος το 2015; Και, αν οι «εταίροι» μάς αφήσουν να πάμε πίσω, τι κλιμάκωση θα χρειαστεί να τάξουμε το 2016-17, ώστε να φτάσουμε στο 3,5% του ΑΕΠ πλεόνασμα στο τέλος του προγράμματος το 2018; Βαθιά νερά…

Μια και σταθήκαμε στο ΙΟΒΕ, να σημειώσουμε ότι, κατά Βέττα, «κλειδί» για μια θετική εξέλιξη θα είναι η «εμπέδωση της ευρείας στήριξης» που εμφανίστηκε μετά την κορυφή της 12ης-13ης Ιουλίου.

Κάτι τέτοιο θα έφερνε: α) αμετάκλητη, μη διαπραγματεύσιμη πλέον τοποθέτηση ενός ευρύτερου πολιτικού φάσματος υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη, β) προσέλκυση επενδύσεων, λόγω σταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος, ενεργοποίησης του σχεδίου Γιούνκερ και προώθησης των μεταρρυθμίσεων στην αγορά και γ) «σωστή εφαρμογή του προγράμματος, όμως με συνεχή επαναπροσδιορισμό του», πράγμα που δικαιούται η Ελλάδα να απαιτήσει εφόσον αρχίσει η ίδια να ανταποκρίνεται.