Από την έντυπη έκδοση
Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Φίλοι -με την ευρύτερη έννοια…- της στήλης μας παρατήρησαν ότι «πολύ νωρίς» ζητήσαμε/προτείναμε/συστήσαμε προσγείωση των προσδοκιών. Ιδίως στο (μεγάλο) μέτωπο της επαναδιαπραγμάτευσης της μεταμνημονιακής πορείας, όπου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος προσήλθε αρκετά δύσπιστος. Τον αντίλογο δεν άργησε να δώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο Ευκλείδης, με το ιδιαίτερο χιούμορ του αλλά και την αγγλοσαξονική ψυχραιμία του, δεν έχει συνηθίσει σε λογικές κατεδαφιστικής αντιπολίτευσης.
Όμως η τοποθέτησή του ότι «η κυβέρνηση δεν έχει κανένα σκοπό να κάνει διαπραγμάτευση», περισσότερο αναφέρεται στο ότι η επιχειρούμενη -ήδη- επανασυζήτηση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ακολουθεί διαφορετική λογική από εκείνη που είχε επιχειρηθεί τους τελευταίους μήνες (αλλά πνίγηκε προεκλογικά). Ότι, δηλαδή, επιχειρεί να επιστρατεύσει αφενός το αφήγημα περί αναπτυξιακής επανεκκίνησης μέσω των φορολογικών ελαφρύνσεων και των (επιταχυνόμενων κ.λπ.) διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αφετέρου την ταχύτατη βελτίωση της στάσης των αγορών απέναντι στο ελληνικό χαρτί. Εκεί ακριβώς πήρε τη σκυτάλη ο Κυριάκος Μητσοτάκης -με αφορμή δημοσιογραφική ερώτηση στο περιθώριο της επίσημης επίσκεψής του στην Κύπρο, ύστερα στη Βουλή- για να επισημάνει την ευνοϊκότερη παρά ποτέ στάση των αγορών. Και να διερωτηθεί αρκετά ρητορικά: «Αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μη μας εμπιστευθούν οι εταίροι μας;».
Και στη μεν υπόθεση της ανάπτυξης, δηλαδή της μεγέθυνσης/growth, θα δούμε πότε/πόσο θα μετακινηθούν οι προβλέψεις: η ανάπτυξη, ούτε με εντολές ούτε με προσευχές ξεκουνιέται. Η αλήθεια είναι ότι ο δείκτης του κλίματος εμπιστοσύνης βελτιώνεται, αλλά μέχρι να καταγραφεί ανάπτυξη… Πάμε όμως στο πώς/πόσο μπορεί να «αξιοποιηθεί» το χαμόγελο των αγορών, όπως αυτό ξεκίνησε μεν προ μηνών, πλην όμως επιταχύνθηκε/σταθεροποιήθηκε αυτές τις εβδομάδες. Λοιπόν: Άμα κανείς επισκέπτεται την (ανοιχτή προς όλους) ιστοσελίδα του ESM, βρίσκεται μπροστά σε ένα σύντομο, συνεκτικό κείμενο που τιτλοφορείται «Is Greek debt sustainable?».
Το κείμενο αυτό αποτελεί την Ευρωορθοδοξία για το αν -μετά και την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, μετά και τις μεσοπρόθεσμες ρυθμίσεις του Eurogroup για το ελληνικό χρέος- έχει εξασφαλισθεί η βιωσιμότητά του. Η κατάληξη του ESM είναι ότι: (α) τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι (και) το 2022, (β) τα πλεονάσματα περίπου (around) 2% τα επόμενα χρόνια, (γ) η συνέχιση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων σύμφωνα (in line) με το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. και (δ) οι μεσοπρόθεσμες ρυθμίσεις, μαζί και με το σημαντικό (significant) μαξιλάρι/cash buffer οδηγούν σε βιωσιμότητα. Δηλαδή, η DSA/ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους των ευρωπαϊκών θεσμών δείχνει μικτές ανάγκες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους στο 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, στο 20% μακροπρόθεσμα. Αυτό έχει βαφτιστεί sustainability/βιωσιμότητα. Δηλαδή -θεωρούμενη- δυνατότητα εξυπηρέτησης, με βάση -ΠΡΟΣΟΧΗ!- «μια φιλόδοξη στρατηγική ανάπτυξης».
Αν, τώρα, στραφεί προς το ΔΝΤ, συναντά σαφώς χαμηλότερα επίπεδα αισιοδοξίας. Το Ταμείο θεωρεί ότι τόσο οι αισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα -πληθυσμιακή καθίζηση, αλλά και «μη φιλικές προς την ανάπτυξη συνθήκες»- όσο και οι αντίστοιχα φιλόδοξες δεσμεύσεις για τη δυνατότητα διατήρησης των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι «θα είναι δύσκολο [για την Ελλάδα] να διατηρήσει πρόσβαση στις αγορές μακροπρόθεσμα χωρίς να [της] χορηγηθεί πρόσθετη ελάφρυνση χρέους».
Τι θα επιχειρηθεί, μάλλον επιχειρείται ήδη, άμα δεν ευδοκιμήσει η αρχική ιδέα για συγκράτηση του πλεονάσματος μέσα από την αποδοχή των θεσμών ότι οι επιστροφές κερδών από το ANFAs/SMPs αποτελούν δημοσιονομικά έσοδα; Κατά τα φαινόμενα, θα επιδιωχθεί να αλλάξει ριζικά η DSA, με βάση το ότι όταν έγινε το γύμνασμα τελευταία φορά οι αποδόσεις του ελληνικού χαρτιού ήταν κάπου στο 4% – ενώ τώρα είναι στο 2% (το 10ετές), στο 1% (το 5ετές, «εντός ομπρέλας»). Βέβαια, την ίδια στιγμή τα δάνεια ESM τρέχουν με κάτω του 1%. Κυρίως, όμως, τα μέσα επιτόκια στις χώρες Ευρωζώνης την 20ετία 1998 – 2019 ήταν στο 1,92%, με κορυφή το 2000 κοντά στο 5%.
Συνεπώς, το να γυρέψουμε τώρα-τώρα νέα DSA, που να οδηγεί σε μείζονα διαφοροποίηση των εκτιμήσεων περί δημοσιονομικού χώρου, σαν να είναι κάπως βιαστικό/υπεραισιόδοξο! Γι’ αυτό ξαναλέμε: θα χρειαστεί ουσιαστικότητα διαπραγματευτική προσπάθεια, με βάση λιγότερες ευρηματικές ιδέες, ακόμη λιγότερες υπεραισιόδοξες προβολές. Περισσότερη πειθώ, ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα σκοτώνουν την ανάπτυξη. Να θεωρήσουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη αρχίσει αυτή την πορεία; Δεν βρήκαμε ίχνη, ψάχνοντας. Να είναι αυτό το αληθινό περιεχόμενο των ταξιδιών Κυριάκου σε Βερολίνο, Παρίσι, Χάγη, Νέα Υόρκη; Αν ναι, λίγη αυτοσυγκράτηση λόγων και ευρηματικών διαρροών μάλλον θα βοηθούσε.